Σε δήλωση σοκ, που ξεπερνά τις πιο εφιαλτικές εκτιμήσεις για τα θύματα των καταστροφικών πυρκαγιών, προέβη ο κυβερνήτης της Χαβάης Τζος Γκριν. Ο απολογισμός των νεκρών στη Χαβάη από την πιο θανατηφόρα πυρκαγιά που έχει σημειωθεί στις ΗΠΑ σε περισσότερο από έναν αιώνα αυξήθηκε σε 96 την Κυριακή.
«Θα ανακοινωθούν κι άλλοι θάνατοι», τόνισε ο Γκριν στο CBS News, αναφέροντας ότι «η φωτιά ήταν τόσο καυτή που είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε οποιονδήποτε». Μόλις το 3% της περιοχής έρευνας έχει ελεγχθεί, και περίπου 1.300 άνθρωποι εξακολουθούν να αγνοούνται.
Ειδικά στη Λαχαίνα —μια ιστορική πόλη της Χαβάης που υπέστη τη μεγαλύτερη καταστροφή — μπορεί να χρειαστούν 10 ημέρες για να προσδιοριστεί ο ακριβής αριθμός των νεκρών, καθώς τα συνεργεία θα μπορούσαν να βρίσκουν «10 έως 20 άτομα την ημέρα πιθανώς μέχρι να τελειώσουν».
«Είμαστε προετοιμασμένοι για πολλές τραγικές ιστορίες» παραδέχθηκε ο κυβερνήτης της πολιτείας.
Η πρόσβαση στη Λαχάινα έχει αποδειχθεί δύσκολη για τους διασώστες. Ο Γκριν έχει ερευνήσει τα ερείπια της πόλης δύο φορές, και είπε ότι το μέγεθος της καταστροφής άφησε την περιοχή αγνώριστη. «Δεν υπάρχει τίποτα να δεις εκτός από την πλήρη καταστροφή. Τα κτίρια είναι σχεδόν ανύπαρκτα» είπε.
Η Χαβάη διαθέτει σύστημα προειδοποίησης με σειρήνες, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ειδοποίηση των κατοίκων πριν από φυσικές καταστροφές όπως τσουνάμι, τυφώνες, πλημμύρες, πυρκαγιές, ηφαιστειακές εκρήξεις ή ανθρωπογενή γεγονότα, σύμφωνα με την Υπηρεσία Διαχείρισης Έκτακτης Ανάγκης της Χαβάης.
Ωστόσο, η βουλευτής των ΗΠΑ Τζιλ Τοκούντα, της οποίας η περιφέρεια περιλαμβάνει το Μάουι, δήλωσε ότι οι σειρήνες δεν ενεργοποιήθηκαν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η πυρκαγιά στη Λαχαίνα επεκτάθηκε πολύ γρήγορα.
Το θέμα των ειδοποιήσεων έκτακτης ανάγκης και γιατί δεν ενεργοποιήθηκαν οι σειρήνες είναι κάτι που όπως είπε ο κυβερνήτης Γκριν θα διερευνηθεί από τον γενικό εισαγγελέα της πολιτείας.
Η έρευνα, είπε ο Γκριν, στοχεύει «δεν έχει ως στόχο να ρίξει ευθύνες σε κάποιον, αλλά να πει γιατί αυτό λειτούργησε και το άλλο δεν λειτούργησε».
Παρά την αποτυχία των συναγερμών, ο Γκριν είπε ότι λόγω της έντασης της φωτιάς και των καιρικών συνθηκών στο Μάουι όταν άναψαν οι πυρκαγιές, τα πληρώματα είχαν περιορισμένες επιλογές για να επιβραδύνουν τη φωτιά.
«Εάν βάζατε ένα πυροσβεστικό όχημα εμπόδιο στις φλόγες που έρχονταν με 1.000 μίλια (1.600 χιλιόμετρα) την ώρα, το πυροσβεστικό όχημα θα είχε καεί, μαζί με τον κόσμο» υποστήριξε. «Οπότε είναι απίθανο ότι μπορούσαν να είχαν γίνει πολλά εκτός φυσικά από το να μετακινηθούν οι άνθρωποι πρωτύτερα, και γι’ αυτό θα μιλήσουμε».