H εφαρμογή του ως άνω προγράμματος στις επιχειρήσεις συνεπάγεται την περικοπή των αποδοχών των εργαζομένων σε ποσοστό που δεν καλύπτει το κράτος. Δηλαδή, το κράτος καλύπτει το 60% της ονομαζόμενης βραχυχρόνιας εργασίας.
Όπως προβλέπεται στον νόμο, στο πλαίσιο του μηχανισμού αυτού καταβάλλεται αναλογία του επιδόματος αδείας και του επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2020, υπολογιζόμενα επί της οικονομικής ενίσχυσης που καταβάλλει το κράτος ανερχόμενη στο 60% των μειωμένων αποδοχών του εργαζομένου.
Πιο συγκεκριμένα, επειδή το δώρο Χριστουγέννων υπολογίζεται για όσους εργάστηκαν στη χρονική περίοδο από την 1η Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους, ζήτημα προκύπτει αν ο χρόνος που δεν παρέχει εργασία ο εργαζόμενος με το σύστημα Συν-Εργασία θα θεωρείται ως χρόνος μη εργασίας και επ’ αυτού δε θα υπολογίζεται το δώρο Χριστουγέννων. Αν αυτό ισχύσει, τόσο το δώρο Χριστουγέννων όσο και το επίδομα αδείας θα είναι μειωμένο.
Η άποψή μου είναι ότι θα πρέπει το κράτος να εξασφαλίσει ολόκληρο το δώρο Χριστουγέννων στον εργαζόμενο και όχι οι επιχειρήσεις. Εξάλλου, το πρόβλημα του δώρου Χριστουγέννων παραμένει με ερωτηματικό ως προς την ολόκληρη καταβολή του για τους εργαζομένους που τελούν σε αναστολή της σύμβασης εργασίας τους στο διάστημα μετά την 1η Μαΐου του 2020. Ελπίζω το σχετικό αυτό ποσό να αναπληρωθεί από το κράτος, όπως συνέβη με το δώρο του Πάσχα.