Σφοδρή επίθεση στον Γιάννη Βαρουφάκη εξαπολύει ο δημοσιογράφος Χρήστος Ράπτης, μέσω άρθρου του στο iefimerida.gr, με τίτλο: «Γιατί δεν έδειρα τον Βαρουφάκη το 2015»
Στο άρθρο του ο Χ. Ράπτης γράφει τα εξής:
Το ότι δεν θα σταματήσει -με την κακή έννοια- να μας εκπλήσσει ο Βαρουφάκης πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Το ξέραμε από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε στη δημόσια σφαίρα, υπογράφοντας στο Protagon του Θεοδωράκη κάτι ακατάληπτα μανιφέστα, χωρίς ειρμό, χωρίς επιχειρήματα, με αποκλειστικό σκοπό τον εντυπωσιασμό.
Όπως κάθε ναρκισσιστής που σέβεται το εγώ του, ενδιαφέρεται πρωτίστως να εντυπωσιάσει και αδιαφορεί αν τα όσα λέει και γράφει αφίστανται της πραγματικότητας και στην ουσία είναι νεκρό γράμμα. Άλλωστε, αυτό το είδος του παραληρηματικού ναρκισσιστικού λόγου δεν απευθύνεται στον κοινό νου, αλλά σε θυμωμένους ανθρώπους που θέλουν με κάθε τρόπο να ξεχαρμανιάσουν.
Σαν πανεπιστημιακός ο Βαρουφάκης διέγραψε μια διαδρομή την εποχή της κανονικότητας, στα όρια του μετρίου, και χρειάστηκε η χρεοκοπία για να αποκτήσει μια σχετική απήχηση σε περιφερειακά ΜΜΕ, εκεί δηλαδή που μπορεί να ειπωθεί οτιδήποτε χωρίς καμία συνέπεια. Το πάθος του για δημοσιότητα τον οδήγησε στον λαϊκισμό και την παραδοξότητα, γιατί ο ορθός λόγος σε ταραχώδεις εποχές δεν έχει απήχηση και άρα δεν κόβει εισιτήρια.
Από μέτριος οικονομολόγος στην εποχή της κανονικότητας, μετατράπηκε σε στοχαστή του Facebook, όπου δεν υπάρχουν μέτρο, φραγμοί, αυτοσυγκράτηση και -κυρίως- κοινά αποδεκτά αξιώματα. Μπορείς να υποστηρίξεις ό,τι θες χωρίς καμία συνέπεια. Ποιος σοβαρός διανοούμενος θα έμπαινε στον κόπο να απαντήσει σε μπούρδες; Τα φληναφήματα στο Facebook δεν θα μπορούσαν να του προσδώσουν ένα εθνικό πεπρωμένο σε μια τόσο ταραχώδη εποχή, αν δεν τσιμπούσε ο Τσίπρας που λόγω άγνοιας, την εποχή εκείνη, πίστεψε ότι βρήκε τον άνθρωπο που θα αντιμετωπίσει τον Σόιμπλε, τις Βρυξέλλες, το ΔΝΤ και ίσως τον Δελαπατρίδη…
Τα όσα ζήσαμε με την επίσκεψη Ντάισελμπλουμ στην Αθήνα, τις μαγνητοφωνήσεις του Eurogroup, την εμφάνιση αλά Μπάτμαν στην Ντάουνινγκ Στριτ, θα μείνουν στην Ιστορία. Δεν ξέρω αν θα απασχολήσουν τους ιστορικούς του μέλλοντος ή τους ειδικούς της επιθεώρησης. Το ψυχαναλυτικό δράμα του Βαρουφάκη που τον εξέθετε ακόμη περισσότερο στα μάτια των συνομιλητών σε εκείνη την ιλαροτραγωδία που την αποκαλούσε «διαπραγμάτευση» ήταν το ότι έκανε ό,τι έκανε για να εντυπωσιάσει και να αποσπάσει τον θαυμασμό του Σόιμπλε. Ο Βαρουφάκης πίστευε ότι, ως ισότιμος συνομιλητής του ισχυρότερου ανθρώπου τότε της Ευρώπης, θα τον έπειθε ότι η σωτηρία της Γηραιάς Ηπείρου περνούσε μέσα από το σχέδιό του. Το ότι υπήρξε ο μοναδικός υπουργός στην ιστορία του πολιτισμού που αδιαφορούσε για τους αριθμούς, μάλλον δεν τον αφορούσε.
Είναι γνωστό ότι ένα βράδυ στο εστιατόριο της Μίνας στην Ακρόπολη, λόγω της βαριάς αγένειάς του, θα τον είχα δείρει και θα είχα γίνει εγώ ο συνομιλητής του Σόιμπλε -και όχι μόνο του Σόιμπλε, αλλά και της Μέρκελ, του Ντράγκι και του… Στιβ Τζομπς. Αλλά είχα μόλις βγει από ένα χειρουργείο και έκρινα ότι δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα να πιαστώ στα χέρια μαζί του. Ο τρόπος που μου απευθύνθηκε, αποκαλώντας με απρόκλητα «μίασμα της δημοσιογραφίας», πρόδιδε άγνοια της ιστορίας της Αριστεράς, αφού η μετεμφυλιακή Δεξιά αποκαλούσε μιάσματα τους κομμουνιστές. Και θα πρέπει να ευγνωμονεί τον Τσίπρα, ο οποίος, διώχνοντάς τον, τον έσωσε από το τέλος που του είχα προβλέψει τότε: (θα καταλήξεις αξημέρωτα στο Γουδί).
Ο ναρκισσισμός του τότε υπουργού Οικονομικών και της συζύγου του αποκαλύφθηκαν με τον πιο παιδαριώδη τρόπο στην περίφημη φωτογράφιση του ζεύγους από το Paris Match, στη βεράντα του σπιτιού τους στη Χατζηχρήστου. Ήταν το τελικό «χτύπημα» που τους έστειλε και τους δύο στον εκτροχιασμό… Δυστυχώς το υπερεγώ του Βαρουφάκη δεν έβλαψε τελικά τον ίδιο, αλλά τη χώρα. Τον πληρώσαμε καμιά 200αριά δισεκατομμύρια, σύμφωνα με τον Βίζερ.
Θα μπορούσα να γράφω κάνα-δυο χρόνια για τον Βαρουφάκη, αλλά θα περιοριστώ στο τελευταίο περιστατικό που εικονογραφεί με τον καλύτερο τρόπο τη λειτουργία του υπερεγώ και τα ολισθηρά μονοπάτια που μπορεί να σε οδηγήσει, όπως το διατυπώνει ο Φρόιντ.
Ντυμένος με κάτι που έφερνε σε φράκο, σαν ροκ σταρ και λάμποντας από ναρκισσιστική ηδονή, δίπλα στη σύζυγό του, χειροκροτεί τον Γαβρά στο Φεστιβάλ της Βενετίας εκστασιασμένος, με τον σκηνοθέτη (μέσα από την πιο απλοϊκή και βαρετή ταινία στην ιστορία του σινεμά) να τον βγάζει από την Ιστορία και να τον ενθρονίζει στον θρόνο του μύθου.