Προ κορωνοϊού, αν είχατε καταρροή, απώλεια της όσφρησης, πυρετό ή πονοκέφαλο, νομίζατε ότι ήταν γρίπη. Πώς μπορείτε, όμως, σήμερα να καταλάβετε εάν έχετε γρίπη και όχι κορωνοϊό, καθώς έρχεται ο χειμώνας;
Σύμφωνα με την Jerusalem Post, ουσιαστικά είναι πολύ δύσκολο μπορείτε να καταλάβετε τη διαφορά. Αυτό συμβαίνει επειδή τα συνήθη συμπτώματα της γρίπης είναι πονοκέφαλος, πονόλαιμος και καταρροή, τα ίδια δηλαδή συμπτώματα με αυτά του κορωνοϊού.
Τα συμπτώματα
Όπως γράφει η Jerusalem Post, η γρίπη προκαλείται από διαφορετικό στέλεχος ιού από αυτό του κορωνοϊού. Ωστόσο, οι περισσότεροι κορωνοϊοί, όπως και η γρίπη, προκαλούν υψηλό πυρετό, μυϊκούς πόνους, πονοκεφάλους, πονόλαιμο, καταρροή και κόπωση. Τα άτομα με κορωνοϊό υποφέρουν από αναπνευστικά συμπτώματα που προκαλούν βήχα, δύσπνοια, δυσκολία στην αναπνοή και πυρετό. Η μόλυνση μπορεί επίσης να προκαλέσει πνευμονία, νεφρική ανεπάρκεια και στις πιο σοβαρές περιπτώσεις θάνατο.
Και τι γίνεται με το σύμπτωμα που ταυτίζεται περισσότερο με τον κορωνοϊό, δηλαδή την απώλεια της όσφρησης;
Ερευνητές από την Ευρώπη των οποίων η μελέτη δημοσιεύθηκε πέρυσι στο περιοδικό Rhinology, διαπίστωσαν ότι όταν οι ασθενείς με Covid-19 χάνουν την όσφρησή τους, αυτό τείνει να γίνεται ξαφνικά και η απώλεια να είναι σοβαρή. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν βουλωμένη μύτη ή καταρροή, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι με κορωνοϊό μπορούν ακόμα να αναπνέουν ελεύθερα.
Ένα άλλο στοιχείο που ξεχωρίζει τον κορωνοϊό από τη γρίπη είναι η πλήρης απώλεια γεύσης που προκαλείται από την απώλεια της όσφρησης, η οποία παίζει μεγάλο ρόλο στην ικανότητα διάκρισης των γεύσεων. Οι ασθενείς με κορωνοϊό που έχασαν πραγματικά τη γεύση τους, δεν μπορούσαν να διακρίνουν το πικρό από το γλυκό.
Τόσο η γρίπη, όσο και ο κορωνοϊός μεταδίδονται από άτομο σε άτομο κυρίως μέσω σταγονιδίων που εκπέμπονται από το βήχα, το φτάρνισμα και την ομιλία. Φυσικά ο κόσμος προσπαθεί να μην φτύνει όταν μιλάει, όμως μπορεί να ξεφύγουν μερικά μικροσκοπικά σταγονίδια.
Ωστόσο, στους περισσότερους τα συμπτώματα της γρίπης συνήθως κορυφώνονται μέσα σε μία ή δύο ημέρες μετά τη μόλυνση, ενώ ένα άτομο μπορεί να εμφανίσει σημάδια κορωνοϊού από δύο έως και 14 ημέρες μετά την έκθεση. Και στις δύο ασθένειες, ένα άτομο μπορεί να αρχίσει να μεταδίδει τον ιό τουλάχιστον μία ημέρα (και μερικές φορές περισσότερο) πριν από την εμφάνιση των κλινικών συμπτωμάτων, όμως η διάρκεια της μόλυνσης σε ασθενείς με κορωνοϊό είναι μεγαλύτερη από αυτή των ασθενών με γρίπη.
Η λύση είναι τα εμβόλια
Η καλύτερη λύση, που μπορεί βέβαια να σας κάνει να αναρωτιέστε ποιον ιό έχετε, είναι να εμβολιαστείτε και για τις δύο ασθένειες. Μην ανησυχείτε για τη λήψη και των δύο εμβολίων. Το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού χορηγείται μέσω ενέσεων που περιέχουν mRNA (σ.σ. στις περιπτώσεις των Pfizer και Moderna). Σύμφωνα με πρόσφατες μεγάλες μελέτες, το εμβόλιο αυτό έχει ελάχιστες παρενέργειες, σημειώνει η Jerusalem Post.
Ο αντιγριπικός εμβολιασμός πραγματοποιείται με έγχυση εξασθενημένου ιού στο μπράτσο. Συνιστάται να το κάνουν όλοι, ιδιαίτερα όμως πληθυσμιακές ομάδες υψηλού κινδύνου όπως παιδιά ηλικίας άνω των έξι μηνών, έγκυες γυναίκες, ανοσοκατεσταλμένα άτομα και ηλικιωμένοι. Το εμβόλιο είναι απολύτως ασφαλές και οι παρενέργειες είναι συνήθως πόνος στο χέρι όπου έγινε η ένεση.
Επίσης, μια πρόσφατη κλινική δοκιμή που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ δεν βρήκε καμία ένδειξη κινδύνου στη λήψη του εμβολίου κατά της γρίπης παράλληλα με το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού (τα αποτελέσματα αυτά υποστηρίζουν τα ερευνητικά ευρήματα των υγειονομικών αρχών των ΗΠΑ).
Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις
Σχεδόν όλοι όσοι πέρασαν γρίπη γνωρίζουν ότι μόλις τελειώσει η ασθένεια, δεν αφήνει κανένα σύμπτωμα και μπορείτε να επιστρέψετε στην καθημερινότητά σας. Με τον κορωνοϊό, όμως, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Είναι αλήθεια ότι κανείς δεν θέλει να περιμένει να περάσει την ασθένεια για να μάθει πώς θα νιώθει, αλλά το παρακάτω θα σας δώσει μια ιδέα για το τι να περιμένετε:
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας για την Υγεία (NIHR) και το Βιοϊατρικό Ερευνητικό Κέντρο της Οξφόρδης (BRC) διεξήγαγαν πρόσφατα μελέτη σχετικά με την έκταση της long-Covid, αφού εξέτασαν περισσότερα από 270.000 άτομα που είχαν αναρρώσει από τον ιό.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι στο 37% των ασθενών που ανάρρωσαν, τουλάχιστον ένα επίμονο σύμπτωμα κορωνοϊού διαγνώστηκε τρεις έως έξι μήνες μετά τη μόλυνση. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα ήταν δυσκολία στην αναπνοή, κοιλιακά συμπτώματα, κόπωση, πόνος και άγχος ή κατάθλιψη.