Αποτέλεσμα της σεισμικής έξαρσης στην οποία βρίσκεται το νοτιοανατολικό άκρο του ελληνικού τόξου, τους τελευταίους τουλάχιστον 10 μήνες, είναι οι δύο ισχυροί υποθαλάσσιοι σεισμοί που σημειώθηκαν χθες το πρωί και το απόγευμα με μέγεθος 5,7 Ρίχτερ και 5,3 Ρίχτερ αντίστοιχα.
Η περιοχή από την Κρήτη μέχρι και την Ρόδο παρακολουθείται εδώ και μήνες από τους επιστήμονες οι οποίοι δεν αποκλείουν ακόμη μεγαλύτερους σεισμούς όπως έχουν δηλώσει κατά καιρούς αφού ειδικά το σημείο νοτιοανατολικά της Κρήτης είναι εκεί όπου βυθίζεται η αφρικανική πλάκα έναντι της ευρασιατικής.
Οι χθεσινοί σεισμοί άνω των 5 Ρίχτερ έρχονται να προστεθούν στους υπόλοιπους 19 άνω των 5 Ρίχτερ που έχουν σημειωθεί από τις αρχές του χρόνου. Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι ειδικοί δεν εμπνέουν ανησυχία καθώς είναι υποθαλάσσιοι σε μεγάλο βάθος μακριά από τη στεριά. Ο σεισμός ο οποίος έγινε το πρωί της Τετάρτης με μέγεθος 5,7 Ρίχτερ θεωρείται ο κύριος σεισμός ενώ εκείνος των 5,3 Ρίχτερ που ακολούθησε χθες το απόγευμα θεωρείται μετασεισμός του πρώτου.
Σύμφωνα με τον αναπληρωτή διευθυντή του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Δρ Βασίλη Καραστάθη ο οποίος μίλησε στο protothema.gr οι σεισμοί αυτοί έγιναν ακριβώς στο σημείο όπου βυθίζεται η αφρικανική πλάκα και δεν έχουν καμία σχέση με το σεισμό στο Αρκαλοχώρι που έγινε στις 27 Σεπτεμβρίου με μέγεθος 6 Ρίχτερ. «Εδώ και αρκετούς μήνες υπάρχει μια σεισμική διέγερση στο ελληνικό τόξο και αυτή η περιοχή έχουμε πει ότι είναι η πλέον πιθανή για την γέννηση ισχυρών σεισμών. Είναι η περιοχή βύθισης των πλακών και είναι το κύριο αίτιο σεισμικότητας της Ελλάδας. Το βάθος του σεισμού δείχνει ότι είναι ένας σεισμός ενδιαμέσου βάθους που σημαίνει δεν αναμένεται σημαντική μετασεισμική ακολουθία. Είναι ξεκάθαρα συνδεδεμένο με το μηχανισμό της σύγκρουσης των λιθοσφαιρικών πλακών. Ο συγκεκριμένος σεισμός των 5,7 Ρίχτερ δεν μας προκαλεί ανησυχία. Και φυσικά δεν υπάρχει σύνδεση με το Αρκαλοχώρι, είναι ανεξάρτητος με την σεισμική ακολουθία του Αρκαλοχωρίου».
Από την πλευρά του ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθανάσιος Γκανάς εξήγησε ότι και οι δυο σεισμοί ήταν ενδιαμέσου βάθους και συνέβησαν εξαιτίας της υποβυθιζόμενης αφρικανικής πλάκας κάτω από την Κρήτη. «Ο σεισμός των 5,7 Ρίχτερ ήταν ο κύριος σεισμός και ο σεισμός των 5,3 Ρίχτερ ήταν ισχυρός μετασεισμός. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι στην ίδια περιοχή θα έχουμε και μικρότερους μετασεισμούς. Οι δυο σεισμοί δεν εμπνέουν ανησυχία και είναι συνηθισμένοι για το ελληνικό τόξο». Και ο κ. Γκανάς επισήμανε ότι δύο σεισμοί δεν συνδέονται με τον ισχυρό σεισμό των 6 Ρίχτερ του περασμένου Σεπτεμβρίου στο Αρκαλοχώρι καθώς έχουν διαφορετικό γεωδυναμικό καθεστώς.
Στο Ηράκλειο βρισκόταν ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Άκης Τσελέντης, την ώρα του μεγάλου πρωινού σεισμού. «Ο σεισμός αυτός έγινε στη θάλασσα και η τελική τιμή του είναι στα 5,7 Ρίχτερ με εστιακό βάθος 60, τελικά, χιλιόμετρα», τόνισε μιλώντας στο cretapost o οποίος ανέφερε ότι ένιωσε τον μεγάλο σεισμό.
«Κατάλαβα τον σεισμό και αρχικά το μυαλό μου πήγε αλλού, στο ρήγμα του Αρκαλοχωρίου. Ο σεισμός όμως, ευτυχώς, ήταν στη θάλασσα και είχε μεγάλο εστιακό βάθος. Γι’ αυτό θεωρώ ότι θα υπάρξουν ελάχιστοι μετασεισμοί και δεν ανησυχώ», ανέφερε σχετικά ο κ. Τσελέντης.
Παράλληλα, ο γνωστός σεισμολόγος επεσήμανε πως ο συγκεκριμένος σεισμός «δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το ρήγμα του Αρκαλοχωρίου» ενώ η περιοχή αυτή «έδινε κάποιους μικρούς σεισμούς». Τέλος ο κ. Τσελέντης υπογράμμισε πως «η ευρύτερη περιοχή έχει μία έξαρση αλλά ευτυχώς σημειώνονται μεσαίου μεγέθους σεισμοί στη θάλασσα», ενώ τόνισε κατηγορηματικά ότι «δεν βλέπω να ενεργοποιούνται άλλα ρήγματα εξαιτίας αυτού το σεισμού».