Του Δημήτρη Γιατζόγλου
Ανέκδοτη αλληλογραφία, άγνωστες συνεντεύξεις, μαρτυρίες, ντοκουμέντα και τεκμήρια, ήρθαν κοντά στον αναγνώστη μετά από μία πολυετή έρευνα και παρουσιάζονται σε ένα τόμο που συμπληρώνει την εικόνα του αγαπημένου μας ποιητή, του Νίκου Καββαδία.
«Νίκος Καββαδίας. Ο αρμενιστής ποιητής». Εισαγωγή, έρευνα και κείμενα του Μιχάλη Γελασάκη. Τον Μιχάλη τον γνωρίζω και τον εκτιμώ αφάνταστα από το μικρό χρονικό διάστημα που πέρασα από τον ΒΗΜΑ FM, τον χειμώνα του 2013. Σπάνιο ήθος και επαγγελματισμός. Μόλις έμαθα ότι θα κυκλοφορούσε το βιβλίο την είχα στήσει έξω από της εκδόσεις ΑΓΡΑ και πήρα τον πρώτο τόμο πριν καν τοποθετηθούν τα βιβλία στα ράφια. Μόλις είχαν έρθει από το τυπογραφείο.
Η αρχειακή έρευνα του Μιχάλη Γελασάκη κράτησε δέκα χρόνια κι έφερε στην επιφάνεια πλήθος στοιχείων. Μια σειρά από δυσεύρετες συνεντεύξεις του Νίκου Καββαδία της περιόδου 1962 – 1975, ανέκδοτη αλληλογραφία με τους λογοτέχνες Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Άγγελο Σικελιανό, Στρατή Τσίρκα και άλλους, τα πρώτα του παιδικά ποιήματα από την εφημερίδα «Σχολικός Σάτυρος» που έγραφε ο ίδιος σε ηλικία 12 ετών, μαρτυρίες από φιλικά του πρόσωπα, όπως η αδελφή του Τζένια Καββαδία, η Άλκη Ζεή, η Ζορζ Σαρρή, ο ναυτικός του φάκελος από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, πληροφορίες και φωτογραφίες των καραβιών στα οποία εργάστηκε κι ένα ιδιαίτερο παράρτημα για την σχέση του με τον Γιώργο Σεφέρη. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι πλούσιο κι έχει το πλεονέκτημα να δείχνει το πρόσωπο του ποιητή από διάφορες οπτικές γωνίες σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του.
Ο Νίκος Καββαδίας εμφανίζεται στις σελίδες αυτές σαν ένα ανήσυχο πνεύμα. «Ζαλίζομαι στη στεριά» λέει σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Ομορφιά» το 1966. «Θυμάμαι τον εαυτό μου, σε κάθε συναισθηματική πίεση, να βλέπει τη θάλασσα, τα ταξίδια σαν διέξοδο». Ιδιαίτερα την περίοδο 1954 – 1974 ταξιδεύει αδιάκοπα, με ελάχιστα διαλείμματα. Εναλλάσσει, όταν μπορεί, τους ναύλους μεταξύ φορτηγών και επιβατηγών πλοίων. Τα τελευταία έχουν κόσμο, θόρυβο. «Στα φορτηγά έχεις καιρό να διαβάσεις και να γράφεις. Εκεί μιλάς πιο λίγο. Ή καθόλου. Καλημέρα, καληνύχτα. Η καλησπέρα περισσεύει», θα πει σε μια συνέντευξή του το 1972.Η Άλκη Ζέη θυμάται μια ωραία ιστορία, για το πώς την βοήθησε να πάει δια θαλάσσης στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τον Γιώργο Σεβαστίκογλου εν αγνοία του πατέρα της που δε συμφωνούσε με κάτι τέτοιο, παρά το ότι ο Σεβαστίκογλου είχε ήδη ζητήσει το χέρι της.
Ο ίδιος έλεγε «το πιο δύσκολο είναι να ζεις στην πολιτεία, όχι στη θάλασσα. Φοβάμαι την στεριά, το χώμα. Ο βυθός ανοιχτά είναι καθαρός. Κι αν σε αρπάξει το ψάρι, είναι κάτι που το ξέρεις πια ζώντας, το τρως κι εσύ. Ζαλίζομαι στην στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι το πιο επικίνδυνο το έκαμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα την Ομόνοια. Εσείς οι στεριανοί μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε με ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα και ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο και κεφτέδες. Όμως δεν αλλάζω την δουλειά μου με την δική σας, ούτε για μια μέρα».
Αναμνήσεις από την αδελφή του. «Ένα παιδί ευαίσθητο, ευφάνταστο και νευρικό ήταν ο αδελφό μου Νίκος Καββαδίας. Κάποια περίοδο, μεταξύ επτά και δέκα χρόνων, παρουσίαζε συμπτώματα υπνοβασίας. Ξυπνούσε μερικές νύχτες, σηκωνόταν από το κρεβάτι του και περπατούσε κοιμισμένο. Αυτό σταμάτησε κάποτε ξαφνικά και για πάντα. Δεν σταμάτησε όμως η βραδυγλωσσία που είχε αρχίσει την ίδια περίπου εποχή. Ήταν μάλλον ελαφριά, γινόταν όμως έντονη, όταν ήταν εκνευρισμένος. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, μειώθηκε πολύ, σχεδόν δεν γινόταν αντιληπτή, παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις».
«Νίκος Καββαδίας. Ο αρμενιστής ποιητής» του Μιχάλη Γελασάκη.
Εκδόσεις ΑΓΡΑ