Σοκ προκαλούν οι καταθέσεις στη δίκη για το Μάτι, όπου συγκλονίζουν οι περιγραφές όσων έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους.
Η κυρία Ελένη Παπαποστόλου, η οποία έμεινε στη θάλασσα περίπου τέσσερις ώρες μαζί με τους γονείς της, συγκλόνισε όταν περιέγραψε πως ο ιερέας πατέρας της άφησε την τελευταία του πνοή στο νερό, έχοντας πρώτα σηκώσει τα χέρια του στον ουρανό ζητώντας συγχώρεση.
Η μάρτυρας ανέφερε ότι έδεσε τη σορό του πατέρα της με το ράσο του και άρχισε να κολυμπά μαζί με τη μητέρα της ώστε να καταφέρουν να βγουν στο λιμάνι της Ραφήνας. Τα μέλη της οικογένειας Τσέκου περιέγραψαν πως έχασαν πατέρα και σύζυγο στις φλόγες, ενώ ο Μιχαήλ Σκαραγκάς εμφανώς φορτισμένος αναφέρθηκε στην απώλεια των δυο γονιών του και τόνισε: «Έχασα τους γονείς μου, το σκυλί μου το σπίτι και καταστράφηκε όλη η περιοχή. Και έχω μια αίσθηση μήπως φταίω κιόλας».
«Παραθερίζαμε στο Μάτι. Ακούστηκε ότι είμαστε καταπατητές. Για μένα έχει σημασία, σαν να μας προσβάλλουν. Κλείνουμε έναν αιώνα στο Μάτι. Ο προ- παππούς μου είχε αγοράσει ένα αγροτεμάχιο εκεί με συμβόλαια. Όλα είναι νόμιμα» είπε αρχίζοντας την κατάθεσή της στη δίκη η κ. Παπαστόλου για να περιγράψει στη συνέχεια πως έχασε τον πατέρα της στην θάλασσα, έχοντας πρώτα προσπαθήσει να φύγουν από την περιοχή με το αυτοκίνητό της, χωρίς όμως να τα καταφέρουν αφού οι δρόμοι είχαν κλείσει και είχαν μποτιλιάρισμα.
Η μάρτυρας περιέγραψε: «Πάρκαρα, αφήσαμε όλα τα προσωπικά μας αντικείμενα στο αμάξι. Σκοπός ήταν να βρεθούμε στην παραλία. Είχε πολύ μεγάλο θερμικό φορτίο. Ένα μπαρ ρεστοράν είχε αρχίσει να πιάνει φωτιά. Μόνη μου έννοια ήταν οι γονείς. Ήταν σαν κόλαση. Βρήκαμε δίοδο και φτάσαμε στη θάλασσα. Πήγαμε και καθίσαμε σε ένα ύφαλο. Ο πατέρας μου ήταν ψύχραιμος, ήταν πάντα ένας βράχος. Λέγαμε δίπλα είναι το λιμάνι της Ραφήνας, δεν πανικοβληθήκαμε. Λέγαμε κάποιος θα έρθει. Οι καπνοί γίνονταν πιο έντονοι. Φωνάζαμε για βοήθεια αλλά τίποτα. Κάποια στιγμή άρχισαν να ακούγονται εκρήξεις, λες και ήσουν σε πεδίο μάχης. Μετά τα πάντα σκοτείνιασαν, δεν έβλεπε τη μύτη σου. Δε ξέραμε που βρισκόμασταν. Η θάλασσα αγρίεψε, μεγάλη θαλασσοταραχή. Πάρα πολύς αέρας, πάρα πολλά κύματα, πάρα πολύς καπνός. Φωνάζαμε βοήθεια, η μάνα μου ήταν με τον πατέρα μου γαντζωμένη. Ήμασταν στο έλεος. Δε χωριστήκαμε καταφέραμε και μείναμε εκεί και οι τρεις μας. Οι γονείς μου προσεύχονταν. Καθίσαμε περίπου μια ώρα από τότε που μπήκαμε στο νερό να παλεύουμε. Είδα τον πατέρα μου να κάνει εμετούς. Σήκωσε τα χέρια και ζήτησε συγχώρεση από το θεό, κατάλαβε. Ένας ρόγχος και μετά εξέπνευσε. Έκανα τη κίνηση να του κλείσω τα μάτια. Τον γυρίζω ανάποδα. Φορούσε το ράσο. Δένω το ράσο με τη μάνα μου και της λέω να κρατηθεί από εμένα, θα πηγαίναμε κόντρα στα κύματα. Πως βρήκε τη δύναμη; Μου είπε «συνέχισε». Δεν θα τον αφήναμε…».
Συνεχίζοντας η μάρτυρας κατέθεσε: «… Δεν υπήρχε καμία βοήθεια. Κολυμπούσαμε. Η μητέρα μου από τη μια μεριά και ο πατέρας στη μέση. «Μαμά ένας νεκρός» είπε ένα παιδάκι δίπλα μας για τον πατέρα μου. Η μάνα μου έλεγε «παιδί μου άφησε μας, άφησε με να πάω με τον πατέρα σου». Κρύωνε. Της είπα «αν σε αφήσω θα πνιγώ». Κάποια στιγμή είδαμε τα φώτα της Ραφήνας. (…). Φτάσαμε κοντά σε μια βάρκα. Να είναι καλά οι άνθρωποι αυτοί και έτσι μπόρεσαν κάποιοι να σωθούν. Η «Αγία Άννα» το καΐκι μας έσωσε. Εποχιακοί ψαράδες. Αυτά τα παιδιά μάζεψαν κόσμο από τη θάλασσα. Σηκώσανε το πατέρα μου του έκαναν τις πρώτες βοήθειες. Η μητέρα μου σπαρτάραγε, είχε σπασμούς. Μας έφεραν κουβέρτες και νερά. Φτάσαμε στο λιμάνι της Ραφήνας, μας πήραν το ονόματα μας, ο πατέρας μου ήταν τυλιγμένος σε μια κουβέρτα. Ένας Αιγύπτιος έκανε την προσευχή του, σεβάστηκε τον νεκρό. Δεν υπήρχε όμως κανείς να τον παραλάβει. Δεν μπορούσε να γίνει η παραλαβή, ο καπετάνιος ήθελε να φύγει κινδύνευαν και άλλοι. Κάποια στιγμή ήρθε ένα αγροτικό… Το κράτος που ήταν δεν ξέρω…. Δε μπόρεσα να αποχαιρετίσω τον πατέρα μου, να του πω αυτά που ήθελα, να τον χαϊδέψω. Τον κράτησαν πέντε – έξι ώρες, κάνανε πλειστηριασμό τα γραφεία τελετών. Ούτε σε ψυγείο, ούτε σε σάκο. Όλη την εβδομάδα περιμέναμε να μας πουν. Μια το πήγαιναν στο Σχιστό μια στο Γουδί. Πηγαινοφέρνανε και τις σορούς εκτός ψυγείου; «Δώστε τον μας να τον θάψουμε» τους λέγαμε. Μας απαντούσαν ότι χρειάζεται ταυτοποίηση. Μα εμείς τον παραδώσαμε. Ο αδελφός μου έδωσε dna. …. Εκείνη την ημέρα δεν δούλεψε τίποτα. Όλοι όσοι είχαν το συντονισμό δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Έχω εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες στη κρίση σας».
Η κυρία Μαρία Τσέκου και τα δυο της παιδιά αναφέρθηκαν στην απώλεια του συζύγου και πατέρα όταν ενώ αποφάσισαν να φύγουν από το Μάτι, εκείνος έμεινε πίσω για να βοηθήσει ένα γείτονά του με κινητικά προβλήματα, όπως είπαν.
«Ήμασταν στο σπίτι, είδαμε κάπνα από μακριά. Αποφασίσαμε να φύγουμε με το σύζυγό μου. Να συναντηθούμε στη Ραφήνα. Εγώ με την κόρη μας και πίσω μας έρχονταν ο σύζυγος. (…) Στη διαδρομή τον παίρναμε τηλέφωνο αλλά δεν απαντούσε….. Μάθαμε ότι τον πήγαν στον «Ευαγγελισμό». Είχε 85% εξωτερικά εγκαύματα και 25% εσωτερικά. Πήγαμε. Τι να σας πω τώρα; Ήταν καμένος. Μάθαμε από μια γειτόνισσα ότι είχε βοηθήσει έναν ανάπηρο γείτονα μας και τη γυναίκα του. 20 ημέρες νοσηλεύτηκε. Δεν μπορώ αυτή την ημέρα να τη ξεχάσω όσο ζω», είπε η σύζυγος του θύματος, ενώ η κόρη του Χρυσάνθη Τσέκου ανέφερε: «Μια ζωή θα μας κυριεύει αυτό το «γιατί». Γιατί να μην γίνει μια εκκένωση; Γιατί δεν υπήρξε ενημέρωση; Σε αντίθεση με την Κινέττα εμάς τον κόσμο τον έσπρωχναν μέσα προς το Μάτι. Απλά η φωτιά έσβησε στη θάλασσα. Δεν έγινε απολύτως τίποτα». Από την πλευρά του ο γιος του θύματος Γιώργος Τσέκος, είπε: «Ο προβληματισμός μου είναι ότι ίδια μέρα ίδιο χρόνο ίδιες συνθήκες με τη Κινέττα και εκεί λειτούργησαν τόσο καλά. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη όντως με τον αέρα. Αλλά σε μια περιοχή δίπλα στην Αθήνα δε πέρασε κάποιος να ενημερώσει;».
Στ ηδική του κατάθεση ο κ. Εμμανουήλ Πατελάρος, μίλησε για την απώλεια της μητέρας του στο Μάτι. Ο μάρτυρας ανέφερε: «Είδα στις ειδήσεις ότι είχε πιάσει φωτιά στη περιοχή. Δεν έδωσα σημασία. Κατά τις 5 πήρα τη μητέρα μου και μου λέει γεμάτη αγωνία ότι «έχει πολύ καπνό και δε ξέρω τι να κάνω». Της είπα να κατέβει στο υπόγειο να κλείσει τα παράθυρα. Στις 6 ξαναπήρα δεν απαντούσε. …Θυμάμαι την είχα ρωτήσει αν ακούει κάτι, σειρήνες, ή περιπολικά. Όχι μου απάντησε. Ψάχναμε να τη βρούμε. Δώσαμε dna και ταυτοποιήθηκε. Η σορός της είχε βρεθεί απανθρακωμένη δυο δρόμους πιο πέρα».
Η Κασσιανή Πολίτου, έχασε επίσης την μητέρα της στις φλόγες και στην κατάθεσή της σήμερα στη δίκη ανέφερε μεταξύ άλλων: «Έχουμε σπίτι στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα, οι γονείς μου ήταν εκείνη την ημέρα εκείνη. Εγώ ήμουν στη δουλειά μου. Πάντα υπήρχαν πυροσβεστικά και σειρήνες. Υπήρχε το αίσθημα της εμπιστοσύνης ότι κάποιος είναι εκεί. Εκείνη την ημέρα αυτό δεν υπήρξε.
Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι εκείνη την ημέρα ήταν μόνοι τους. Και αυτό δυσχέρανε τη θέση τους. Γύρω στις 4:50 κάλεσαν την αδελφή μου ζητώντας βοήθεια. Τους είπε να φύγουν. Μπήκαν στο αυτοκίνητο αλλά η μητέρα μου δε πρόλαβε. Ο πατέρας μου 87 ετών μπήκε στο αμάξι και αυτό καίγονταν. Περπάτησε ένα χιλιόμετρο μόνος μέσα στις φωτιές. Έμεινε στη θάλασσα αρκετή ώρα. Ώρες μετά βρέθηκε στο «Σισμανόγλειο». Στις 11 το βράδυ το έμαθα. Στις 7 το απόγευμα έμαθα ότι η μητέρα μου ήταν αγνοούμενη. Δεν καταλαβαίνω πως έγινε όλο αυτό». Μάλιστα ένας εκ των κατηγορουμένων είπε στην μάρτυρα: «Εγώ περισυνέλεξα τον πατέρα σας, να σας πω» και εκείνη του απάντησε: «Δεν θέλω να το συζητήσω».
Η Ιλόνα Σαρίεβα έχασε και εκείνη την μητέρα της στο Μάτι, ηλικίας 56 ετών. «Είχε πάει στο Κόκκινο λιμανάκι για μπάνιο. Δεν έμενε εκεί. Μια φίλη της είχε εξοχικό εκεί. Πήρε το αμάξι για να φύγει αλλά δεν μπόρεσε. Το άφησε. Πήγε προς τη θάλασσα. Μια γειτόνισσα μου είπε ότι μας άφησαν να καούμε σαν τα ποντίκια» είπε η μάρτυρας.
Τέλος στη δική του κατάθεση ο Μιχαήλ Σκαραμαγκάς, ο οποίος έχασε και τους δυο γονείς του εμφανώς φορτισμένος είπε στη δική του κατάθεση: «Βρέθηκα σε ένα πόλεμο. Έχασα τους γονείς μου, το σκυλί μου, το σπίτι και καταστράφηκε όλη η περιοχή. Και έχω μια αίσθηση μήπως φταίω κιόλας. Το δικό μας σπίτι δεν ήταν σε κανένα ρέμα, σε στενάκι. Οι γονείς μου ήταν δημότες εκεί. Εκεί μεγάλωσα. Δε φταίγανε. Μέχρι κα το τελευταίο κεραμιδάκι είχε φωνάξει μηχανικό και το είχε δηλώσει για να είναι σωστός πολίτης. Βρήκα τον πατέρα μου να σκάβει το χώμα να κάνει λαγούμι να κρυφτεί. 200 μέτρα από τη Μαραθώνος ήταν το σπίτι μας. Δυο ημέρες μετά τους βρήκανε με τη μητέρα μου.…Όταν πήγα στο σπίτι να τους βρώ είδα μια άλλη γυναίκα να καίγεται. Έπαθα σοκ. Πάνω στη Μαραθώνος δεν υπήρχε κλαδάκι καμένο, γιατί την κλείσανε; Είδα μετά τη γυναίκα να την έχουν σκεπάσει με τα σεντόνια. Ένα ύφασμα δεν είχε καεί και είχε μείνει στην άκρη. Κάτι τέτοια φόραγε και η μάνα μου σκέφτηκα. Κρύψανε πολλά έμαθα ότι τους σβήνανε με πυροσβεστήρα και όταν τους ανασύρανε μετά μένανε κόκκαλα. Ο πατέρας μου ήταν δυο μέτρα και η σακούλα που τον βάλανε πολύ μικρή, η άλλη ήταν άδεια…. Τι κηδεία να κάνω; Εγώ με τον αδελφό μου ήμασταν. Ακόμη εγώ δεν είμαι καλά. …».