3 top δεξιά, GOOGLE NEWS, USAY TOP, ΖΟΥΜΕ ΑΛΗΘΙΝΑ

Το νέο του επαγγελματικό ξεκίνημα του Γρηγόρη Γκουντάρα – Η ζωή στο Λαγονήσι και η… πικρία του!

Του Δημήτρη Γιατζόγλου

Τον παρακολουθούσα χρόνια στην εκπομπή της Μενεγάκη. Τον γνώρισα τυχαία το Πάσχα του 2009 στην χώρα της Πάτμου. Εγώ σε τηλεοπτικό γύρισμα εκείνος καφεδάκι. Αλλά χωρίς δήθεν και πολλά πολλά με πλησίασε ευγενέστατα και με χαιρέτησε. Δεν το κάνουν και πολλοί από το συνάφι μας.

Αργότερα, όταν δούλεψα έναν χρόνο στο ALPHA τα γραφεία μας ήταν πολύ κοντά. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι ήταν πάντα ο πρώτος που ερχόταν στο γραφείο, πολύ νωρίς το πρωί και πάντα χαμογελαστός έλεγε καλημέρα! Αλλά χαμογελαστός, χαμογελαστός. Όχι και καλά χαμογελαστός. Και αυτό δεν το συναντάς εύκολα στα συνάφι μας. Πριν λίγους μήνες τελείωσε η συνεργασία του με το κανάλι μετά από πολλά χρόνια. Και πήρε την απόφαση με την γυναίκα του και άνοιξαν ένα ζαχαροπλαστείο κόσμημα στο Λαγονήσι.

Ο Γρηγόρης Γουντάρας με μεγάλη υπερηφάνεια μιλάει για το στολίδι τους. «Το ονομάσαμε Poeme – το ποίημα στα Γαλλικά -. Δεν θέλω να το παινευτώ αλλά εγώ το βρήκα το όνομα. Ψάχναμε όνομα με την γυναίκα μου και της είπα γρήγορα να βρει πως λέγεται το ποίημα στα Γαλλικά. Της άρεσε πάρα πολύ. Εξάλλου ότι δίνουμε εδώ είναι ένα ποίημα» καταλήγει πάντα χαμογελώντας.

Ένα εγχείρημα δύσκολο από ότι παραδέχεται. «Όταν έχεις οικογένεια, παιδιά, δάνεια, και ξαφνικά μένεις άνεργος κοντά στα 49 κάτι πρέπει να κάνεις. Σίγουρα δεν ήταν μια απόφαση που την πήραμε σε ένα βράδυ. Το είχαμε δουλέψει καλά στο μυαλό μας. Έλλειπε και κάτι τέτοιο από το Λαγονήσι. Αλλά ήταν μια απόφαση που αν τα πράγματα πήγαιναν καλά και στην δική μου την δουλειά και στην δουλειά της Ναταλί μάλλον δεν θα την είχαμε πάρει. Αλλά ακριβώς επειδή το είχαμε σκεφτεί, δεν θέλαμε να αφήσουμε τον χρόνο να περνάει. Και εκεί αναλαμβάνεις ένα ρίσκο, μικρό μεγάλο δεν έχει σημασία».

Ρίσκο, λοιπόν, «πολύ μεγάλο για μας. Αλλά λες θα δώσω την ψυχή μου, το είναι μου, και που πάει, θα πετύχει. Ψάξαμε και βρήκαμε καλούς συνεργάτες. Ο Διονύσης Αλέρτας είναι κορυφή στα γλυκά, μας έδωσε όλη την τεχνογνωσία, είναι συνεχώς εδώ, δίπλα μας. Και λες θα προχωρήσω με τα καλύτερα υλικά, θα κάνω τα καλύτερα γλυκά, το καλύτερο παγωτό και θα εκτιμηθεί. Είμαστε όλη την μέρα εδώ, από νωρίς το πρωί. Ευτυχώς μένουμε και κοντά κι έρχονται και τα παιδιά με τα πατίνια και τα βλέπουμε λίγο».

Μια άλλη απόφαση. Να μείνει μόνιμα η οικογένεια στο Λαγονήσι. «Ερχόμασταν εδώ τα τελευταία δέκα χρόνια τα καλοκαίρια μας για τέσσερεις μήνες. Προίκα. Ήμουν ερωτικός μετανάστης (γελάει). Αποφασίσαμε να μείνουμε εδώ και τον χειμώνα. Μετακομίσαμε εδώ και τρεις μήνες από τότε που άρχισε να λειτουργεί το μαγαζί. Είναι πανέμορφα. Και για τα παιδιά ισχύει αυτό. Έχουν το Λαγονήσι στο μυαλό τους σαν το μέρος που περνάνε καλά. Έχουμε κι ένα μικρό μποστάνι στο σπίτι. Βλέπουν και βιώνουν πράγματα τα παιδιά που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα ήταν εύκολο. Πιστεύω δε ότι τα επόμενα χρόνια το Λαγονήσι θα είναι ένα μέρος που θα έχει 12 μήνες τον χρόνο τουρισμό. Πέρα από το ότι πολλοί πια επιλέγουν την περιοχή για την μόνιμη κατοικία τους».

Αναπόφευκτα η κουβέντα πήγε και στην τηλεόραση. Το ερώτημα απλό. Αν θα ήθελε να κάνει τηλεόραση πάλι και τι. Η απάντηση μάλλον κρύβει μια πικρία. «Εγώ στην τηλεόραση θέλω να συνεργάζομαι με ανθρώπους που τους λες καλημέρα και σου λένε καλημέρα. Που τους χαμογελάς και σου χαμογελούν. Δυστυχώς δεν είναι πάντα έτσι.  Μετά από τόσα χρόνια στην τηλεόραση, ξεκίνησα το 1992, πέρα από την πίκρα που του να μιλάς σε ανθρώπους που έχουν μια μύτη μέχρι τον θεό και δεν σου λένε καλημέρα, στεναχωριέσαι, ξενερώνεις, λες δεν είναι δυνατόν, σε πιάνει το παράπονο και λες γιατί. Όταν έχει οικογένεια και παιδιά καταπίνεις κάποια πράγματα . Είναι οι συνθήκες που σε πάνε εκεί και μετά λες άστο καλύτερα. Είμαι από εκείνους που δεν τα πάνε καλά με το συνάφι μας. Φαντάζομαι ότι υπάρχουν και άλλοι που θα ήθελαν πολύ να το που αυτό αλλά δεν το λένε. Μπορείς να καταλάβεις τον λόγο».