Στη σημασία της διαμόρφωσης μίας βιώσιμης πολιτικής που θα επαναφέρει τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης, καθώς και στη δέσμευση της Alpha Bank να λειτουργήσει ως καταλύτης στην ανάκαμψη της Ελληνικής Οικονομίας μέσω του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ο κ.Βασίλης Ψάλτης, κατά την τοποθέτησή του στη διαδικτυακή εκδήλωση που διοργάνωσε η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank) και το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (IOBE), με θέμα «Τάσεις και προοπτικές στην Ευρωπαϊκή και Ελληνική Οικονομία».
Μοναδική ευκαιρία το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) για τον οικονομικό, τεχνολογικό και θεσμικό μετασχηματισμό της χώρας
Ο κ. Ψάλτης αναφέρθηκε στη σημαντική ευκαιρία που συνιστά για την Ελλάδα το RRF, όχι μόνον για την υπέρβαση των συνεπειών της πανδημίας αλλά και για τον οικονομικό, τεχνολογικό και θεσμικό μετασχηματισμό της χώρας. Σημείωσε ότι η σωστή αξιοποίηση του συνολικού πακέτου των Ευρώ 72 δισ. (Ευρώ 18 δισ. επιδοτήσεις και Ευρώ 13 δισ. δάνεια καθώς και τα Ευρώ 41 δισ. του ΕΣΠΑ 2021-2027), μπορεί να επιφέρει πρόσθετη ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 1 με 1,2 μονάδες και, επιπλέον, 180.000 – 200.000 θέσεις εργασίας.
Σε αυτή την προσπάθεια, ο ρόλος των Τραπεζών είναι καθοριστικός μέσω της διασφάλισης των προτεραιοτήτων του προγράμματος (πράσινη οικονομία, digital, εξωστρέφεια, καινοτομία, μεγέθυνση των επιχειρήσεων), της ορθής πιστωτικής αξιολόγησης των επενδυτικών σχεδίων, της παροχής συμβουλών προς τις επιχειρήσεις για τη διαμόρφωση και ωρίμανση των επενδυτικών τους σχεδίων και, βεβαίως, της κινητοποίησης κεφαλαίων καθώς η συμμετοχή των ιδίων κεφαλαίων που θα πρέπει να προκύψει από τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι πάρα πολύ σημαντική, άρα είναι σχεδόν βέβαιο ότι «αρκετές επιχειρήσεις που θα θελήσουν με σοβαρό τρόπο να συμμετάσχουν σε αυτό το πρόγραμμα με επενδυτικό σχέδιο θα πρέπει να έχουν ενισχυμένα ιδιά κεφάλαια», σημείωσε ο κ. Ψάλτης, εκτιμώντας πως οι τράπεζες θα πρέπει να διασφαλίσουν Ευρώ 33 δισ. πιστώσεις, τόσο μέσω της αναλογίας τους στο RRF όσο και από των δανεισμό επενδυτικών σχεδίων που θα έχουν λάβει επιδότηση.
Σε ερώτημα του επικεφαλής του ΙΟΒΕ κ. Ν. Βέττα για την ετοιμότητα της ελληνικής επιχειρηματικότητας και της κρατικής μηχανής, ο CEO της Alpha Bank εκτίμησε πως το ένα τρίτο των σχεδίων είναι ώριμα, και άρα μπορούν να τεθούν άμεσα σε φάση υλοποίησης, το άλλο ένα τρίτο βρίσκεται σε φάση σχεδιασμού, ενώ για το υπόλοιπο μέρος του προγράμματος δεν υπάρχουν ακόμη σχέδια. Υπογράμμισε, δε, τη σημασία της έγκαιρης εφαρμογής οριζόντιων μεταρρυθμίσεων, όπως η επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης και επίλυσης διαφορών, η υιοθέτηση ενός πιο φιλικού προς την ανάπτυξη μίγματος φορολογικής πολιτικής και ενός σταθερού φορολογικού καθεστώτος για αρκετό διάστημα.
Πλήρης ευθυγράμμιση από Δημόσιο και τραπεζικό σύστημα για την αντιμετώπιση των προκλήσεων λόγω της πανδημίας
Σχετικά με τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος κατά τη διάρκεια του 2020, ο κ. Ψάλτης σημείωσε πως, πέραν από την εφαρμογή ενός σχεδίου δράσης που διασφάλισε την απρόσκοπτη λειτουργία τους και την εξυπηρέτηση των πελατών, μέσω και της μετάβασής τους στα ψηφιακά κανάλια, οι τράπεζες παρείχαν νέες εκταμιεύσεις ύψους Ευρώ 21,5 δισ. που αντιστοιχούν σε πιστωτική επέκταση Ευρώ 7 δισ., αυξημένη κατά 5,6% έναντι 2,2% το 2019. Αναλύοντας τα ποσά που κατευθύνθηκαν στην οικονομία, ο κ. Ψάλτης σημείωσε πως οι νέες εκταμιεύσεις περιλαμβάνουν Ευρώ 15 δισ. που έδωσαν οι τράπεζες μόνες τους και Ευρώ 6,5 δισ. που έδωσαν στο πλαίσιο των κυβερνητικών προγραμμάτων χορήγησης ρευστότητας (ΕΑΤ – Εγγυοδοτικό), ενώ υπογράμμισε και την περαιτέρω ρευστότητα ύψους Ευρώ 7,3 δισ. που έδωσε η ελληνική Πολιτεία απευθείας σε περίπου 550.000 μικρές οικονομικές οντότητες και ελεύθερους επαγγελματίες με τη μορφή της επιστρεπτέας προκαταβολής.
«Είναι προφανής η διαφοροποίηση των δύο προγραμμάτων καθώς οι τράπεζες χορήγησαν δάνεια εφαρμόζοντας πιστωτικά κριτήρια ενώ οι υπόλοιπες εκταμιεύσεις είχαν τα χαρακτηριστικά απευθείας ενισχύσεων» σημείωσε ο CEO της Alpha Bank, εκτιμώντας πως «συνδυαστικά, με αυτές τις ενέργειες καλύφθηκε όλη η ενεργή ζήτηση, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την αύξηση των καταθέσεων των επιχειρήσεων κατά Ευρώ 10 δισ., μία ροή υπερπενταπλάσια έναντι του 2019».
Παράλληλα, σημείωσε πως το τραπεζικό σύστημα στήριξε την οικονομία και με αναστολές καταβολής δόσεων δανείων συνολικού ύψους Ευρώ 30 δισ. για περίπου 400.000 δανειολήπτες, εκ των οποίων Ευρώ 18,5 δισ. αφορούσαν απολύτως ενήμερους δανειολήπτες. Προσέθεσε, δε, ότι η υποστήριξη της Πολιτείας, μέσω των προγραμμάτων «Γέφυρα» αλλά και οι ρυθμίσεις που προσφέρουν οι ίδιες οι Τράπεζες στους πελάτες τους θα επιτρέψουν μία σχετικά ομαλή μετάβαση στην κανονικότητα.
«Αυτό που είναι κατά τη γνώμη μου πάρα πολύ σημαντικό είναι ότι μπορέσαμε να λειτουργήσουμε όχι μόνο γρήγορα, αλλά σε απόλυτη συνεννόηση, και με αρκετά δυναμικό τρόπο, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η ΕΚΤ, με την ευελιξία που μας έδωσε και η ελληνική κυβέρνηση», υπογράμμισε ο CEO της Alpha Bank.
Η Alpha Bank έτοιμη να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας
Ο CEO της Alpha Bank αναφέρθηκε και στην ετοιμότητα των τραπεζών να στηρίξουν την ανάκαμψη, μετά την μεγάλη προσπάθεια του τραπεζικού συστήματος να υπερβεί τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης.
«Από το 2017 άρχισε να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη επιμέλεια και η μεγάλη κληρονομιά της κρίσης: τα κόκκινα δάνεια. Από Ευρώ 102 δισ. στις αρχές του 2017, πλέον τα κόκκινα δάνεια έχουν μειωθεί σε Ευρώ 33 δισ. Αυτό αντιστοιχεί σε μείωση κατά Ευρώ 69 δισ. και μας κάνει αισιόδοξους πως με τη βοήθεια του Ηρακλή ΙΙ θα κατέλθουμε σε μονοψήφιο δείκτη ΝΡΕ στα τέλη του 2022» σημείωσε, προσθέτοντας ότι ταυτοχρόνως δρομολογήθηκαν ευρεία προγράμματα μετασχηματισμού με επίκεντρο την εξυπηρέτηση των πελατών.
«Στην Alpha Bank είμαστε υπερήφανοι για τη δουλειά που κάνουμε και αισθανόμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε πρωταγωνιστικό ρόλο για να πάει η οικονομία μας στη σωστή κατεύθυνση» υπογράμμισε ο κ. Ψάλτης, προσθέτοντας ότι η Τράπεζα προχωρά, εξελίσσοντας την παραδοσιακή λογική πώλησης προϊόντων, στοχεύοντας στην προσφορά συνολικών λύσεων για τον πελάτη, αναδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά της ως εργοδότης προκειμένου να διασφαλίσει το υψηλό επίπεδο του προσωπικού της και τα όποια εμπόδια στην αγορά εργασίας και, βέβαια, διασφαλίζοντας υψηλά κεφάλαια για τη στήριξη της οικονομίας.