Το τέταρτο κύμα είναι παρατεταμένο, αλλά όχι μεγάλης έντασης σύμφωνα με τον καθηγητή Πνευμονολογίας και διευθυντή της Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Κωνσταντίνο Γουργουλιάνη, ο οποίος επισημαίνει ότι δεν πρόκειται να φτάσουμε τους 100 ή και περισσότερους νεκρούς την ημέρα στη χώρα, όπως τον περσινό Νοέμβριο.
Παράλληλα, μιλώντας στο ethnos.gr, προβλέπει ότι το ερχόμενο φθινόπωρο και σε περίπτωση που δεν προκύψει κάποια καινούργια μετάλλαξη του κορωνοϊού σε χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, όπου οι εμβολιασμοί κινούνται σήμερα σε χαμηλά επίπεδα, η πανδημία θα αποτελεί παρελθόν και θα επιστρέψουμε σε μία απόλυτη κανονικότητα.
Μάλιστα, όπως τονίζει, οι επιστήμονες δεν αναμένουν να προκύψει κάποια καινούργια μετάλλαξη, διότι ο κορωνοϊός δε μεταλλάσσεται συχνά σε αντίθεση με τη γρίπη.
Ο κορωνοϊός δείχνει ότι αρχίζει να γίνεται ενδημικός και με δεδομένο ότι οι κορωνοϊοί δεν παρουσιάζουν πολλές μεταλλάξεις, υπάρχουν ενδείξεις ότι ο πληθυσμός δε θα χρειαστεί να εμβολιάζεται κάθε χρόνο, είπε χαρακτηριστικά.
«Σε έλεγχο αντισωμάτων που διενεργήσαμε σε Δεσκάτη, Μαλεσίνα και Δομοκό καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι το 80% του πληθυσμού των εμβολιασμένων και των νοσησάντων έχουν αναπτύξει αντισώματα. Στην Αγγλία, τη Νορβηγία και τη Δανία έχει αντισώματα το 95% του πληθυσμού από εμβολιασμό ή νόσηση και μάλιστα στις δύο σκανδιναβικές χώρες έχουν ουσιαστικά κηρύξει το τέλος της πανδημίας. Άρα εμείς στην Ελλάδα χρειαζόμαστε να εμβολιαστεί ή να νοσήσει κι έτσι να αποκτήσει φυσική ανοσία άλλο ένα 15%, δηλαδή 500.000-600.000 άνθρωποι που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Πρόκειται για άτομα που είναι ηλικίας άνω των 50 ετών ή πάσχουν από κάποιο νόσημα και είναι σήμερα όλοι τους ανεμβολίαστοι. Αυτήν πρέπει να είναι η προτεραιότητά μας, ώστε να φτάσουμε πάνω από το 90% ανοσίας. Τότε θα μπορέσουμε να πούμε ότι η πανδημία έχει τελειώσει. Αυτό μπορεί να γίνει το ερχόμενο φθινόπωρο, αν, βέβαια, δεν έχουμε κάποια καινούργια μετάλλαξη. Αυτή μπορεί να προκύψει, για παράδειγμα στην Αφρική, όπου τα ποσοστά των εμβολιασμένων είναι χαμηλά. Ωστόσο, οι κορονοϊοί δεν κάνουν πολλές μεταλλάξεις και γι’ αυτό δεν αναμένουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με κάποια νέα μετάλλαξη. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχουν ενδείξεις ότι δε θα χρειαστεί να εμβολιαζόμαστε κάθε χρόνο», τονίζει στο ethnos.gr ο κ. Γουργουλιάνης.
Κατά τον ίδιο, ακόμα και αν προκύψει κάποια νέα μετάλλαξη του κορονοϊού, οι αρνητικές συνέπειες θα είναι περισσότερο περιορισμένες, αφού ο πληθυσμός θα είναι περισσότερο προστατευμένος εξαιτίας των εμβολιασμών και της φυσικής ανοσίας που θα έχουν αποκτήσει από τη νόσηση. Μάλιστα, στην καλύτερη προστασία από τους εμβολιασμούς και την ανοσία από τη νόσηση θα πρέπει να προστεθεί και η ανοσία μνήμης.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι οι πανδημίες κάνουν συνήθως 3-4 κύματα, με το δεύτερο κύμα να είναι το χειρότερο. «Αυτό συνέβη και σε εμάς. Τον περσινό Νοέμβριο αντιμετωπίσαμε στην Ελλάδα το δεύτερο κύμα, όταν είχαμε και τους περισσότερους νεκρούς και διασωληνωμένους. Τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το τέταρτο κύμα, το οποίο σέρνεται από τον Αύγουστο. Εκτιμώ ότι αυτές τις ημέρες βρισκόμαστε στην κορύφωσή του. Επίσης, βλέπω ότι το τέταρτο κύμα είναι παρατεταμένο, αλλά όχι ιδιαίτερης έντασης κι έτσι εκτιμώ ότι θα αντιμετωπίσουμε μία καλύτερη κατάσταση σε σχέση με πέρυσι. Άλλωστε, περισσότεροι άνθρωποι είναι σήμερα προστατευμένοι σε σχέση με πέρυσι», λέει ο καθηγητής Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Κατά τον κ. Γουργουλιάνη, στο τέταρτο κύμα δεν πρόκειται να φτάσουμε τους 100 ή και περισσότερους νεκρούς την ημέρα στη χώρα, όπως τον περσινό Νοέμβριο. Αυτό διότι πέρυσι όλος ο πληθυσμός ήταν ανεμβολίαστος και άρα απροστάτευτος, ενώ φέτος είναι πολύ λιγότεροι αυτοί που βρίσκονται σε κίνδυνο.
«Εκτιμώ ότι το επόμενο διάστημα θα κυμαινόμαστε μεταξύ 30-40 νεκρών την ημέρα, χωρίς να παραγνωρίζω ότι πρόκειται για ανθρώπινες απώλειες και χωρίς να λέω ότι ο συγκεκριμένος αριθμός των θανόντων είναι μικρός. Λέω, λοιπόν, ότι αυτό το διάστημα αντιμετωπίζουμε την κορύφωση του τέταρτου κύματος και μέσα στο χειμώνα η δυσκολία θα περιοριστεί. Την άνοιξη θα έχουμε ένα ακόμα κύμα, αλλά αυτό θα είναι ακόμα μικρότερης έντασης. Το καλοκαίρι θα είναι ακόμα καλύτερο από το περσινό. Αν είχαμε καλύτερο σύστημα υγείας και περισσότερους γιατρούς, αφού πολλοί έφυγαν στο εξωτερικό, θα είμασταν καλύτερα, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσα σε λίγους μήνες», λέει ο καθηγητής Πνευμονολογίας.
Ο κ. Γουργουλιάνης λέει ακόμα ότι τα πολλά θετικά κρούσματα που καταγράφονται καθημερινά, αποτελούν απόρροια των πολλών τεστ που διεξάγονται.
«Δε μου λέει τίποτα, αν εντοπίζονται θετικά στον κορωνοϊό παιδιά, τα οποία νοσούν ήπια. Κοιτάζω τους σκληρούς αριθμούς, αυτών των διασωληνωμένων και των νεκρών, οι οποίοι φαίνεται ότι δεν ανεβαίνουν», σημειώνει.
Τέλος, ως μονόδρομο θεωρεί το άνοιγμα της εστίασης για εμβολιασμένους, στο οποίο προχώρησε η χώρα πριν από λίγες ημέρες.
«Έχουμε αποφασίσει ότι το επόμενο διάστημα θα ζούμε με τον κορωνοϊό και γι’ αυτό προχωρήσαμε στο άνοιγμα της εστίασης και της διασκέδασης. Οι χώρες επέλεξαν την πρώτη χρονιά του κορωνοϊού, το 2020, να τον αντιμετωπίσουν με καραντίνες, επιλογή που είχε αποτέλεσμα στη μείωση της εξάπλωσης της νόσου. Στη συνέχεια σταθμίστηκαν οι ψυχολογικές, ιατρικές και οικονομικές συνέπειες κι έτσι οι χώρες αποφάσισαν να ζήσουμε με τον κορωνοϊό, μειώνοντας ταυτόχρονα τον αριθμό των ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο. Η γνώμη μου είναι ότι ήταν μονόδρομος να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα», καταλήγει ο κ. Γαργουλιάνης.
Πηγή: ethnos.gr