Τα παραπάνω τόνισε ο καθηγητής Παθολογίας, λοιμωξιολόγος και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων Σωτήρης Τσιόδρας με αφορμή το 21ο Πανελλήνιο Συνέδριο Λοιμώξεων που πραγματοποιείται στις 5-8 Μαΐου στην Αθήνα.
Στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου για τα θέματα του συνεδρίου, ο κ. Τσιόδρας αναφέρθηκε στη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, λέγοντας πως δεν μπορεί να παραμείνει η μάσκα σε νέους ανθρώπους χαμηλού κινδύνου – εκεί τα μέτρα θα περιοριστούν. Όμως, η μάσκα θα παραμείνει στα νοσοκομεία, στα φαρμακεία, στα ιατρεία και θα είναι συνειδητή, ελεύθερη επιλογή από τις ομάδες υψηλού κινδύνου.
Νέα εμβόλια
Αναφερόμενος στη δήλωση της Επιτρόπου Στέλλας Κυριακίδη ότι δεν θα έχουμε νέο εμβόλιο ως το Φθινόπωρο, ο κ. Τσιόδρας ανέφερε πως οι εμβολιασμένοι εξακολουθούν να προστατεύονται παρά την πάροδο του χρόνου.
Όμως, σύμφωνα με δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό Nature, βρίσκονται υπό ανάπτυξη 8 νέα εμβόλια κατά του κορωνοϊού, που θα χορηγούνται από τη μύτη και θα αναπτύσσουν βλεννογονική ανοσία, σταματώντας άμεσα τη μετάδοση του ιού.
Η προσπάθεια αφορά την ανάπτυξη ενός εμβολίου με ολόκληρο τον ιό και όχι μόνο μέρος της ακίδας, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη κάλυψη.
Από την πλευρά του ο καθηγητής Νίκος Σύψας ανέφερε ότι θα έρθουν κι άλλες παραλλαγές, όμως, γι΄ αυτές το ερώτημα είναι πόσο μεταδοτικές θα είναι και πόσοι θα χρειάζονται εισαγωγή στο νοσοκομείο. Παρατήρησε επίσης πως χρειαζόμαστε 100 ημέρες για ένα νέο εμβόλιο κατά του ιού, ενώ πρόσθεσε πως οι νέες παραλλαγές μπορούν πολύ εύκολα να ξεφύγουν από τα μονοκλωνικά αντισώματα και τα άλλα αντιιικά φάρμακα που χρησιμοποιούμε μέχρι στιγμής.
Με τον υπολογισμό ότι το 5% του πληθυσμού που έχει μολυνθεί από τον ιό έχει «ξανακολλήσει», ο κ. Τσιόδρας σημείωσε πως στην Ευρώπη θεωρείται ότι έχει υποστεί επαναλοίμωξη το 30% του ήδη μολυσμένου πληθυσμού. Μάλιστα εκτίμησε ότι το 60-70% του πληθυσμού έχει περάσει λοίμωξη που ενδεχομένως να μην έχει καταγραφεί, σε έναν κύκλο επαφών που δεν ελέγχθηκαν. Αυτό θα βοηθήσει την «υβριδική ανοσία» για την επάνοδο στην κανονικότητα, όμως αναπόφευκτα θα επηρεάσει ανεμβολίαστους και ευπαθείς, γεγονός που επισημαίνεται και σε πρόσφατη μελέτη στο New England Journal of Medicine.