Καλεσμένος στο «Στούντιο 4” της Τρίτης βρέθηκε ο Θοδωρής Αθερίδης. Μεταξύ άλλων ο γνωστός ηθοποιός τοποθετήθηκε για την απόφαση της Άλκηστις Πρωτοψάλτη να μην τραγουδήσει τη λέξη «χοντρή» από το κομμάτι «Άδωνις».
«Είναι για γέλια αυτό το πράγμα. Το τραγούδι γράφτηκε και έλεγε «χοντρή», το ότι πέρασαν τα χρόνια… Αν είναι μην το πεις καθόλου το τραγούδι. Αν είναι να το πεις, πες του όπως γράφτηκε. Το έχει γράψει ο Σταμάτης Κραουνάκης, ευτυχώς είναι ζωντανός ο άνθρωπος. Θα ήταν προς τιμήν του, ας πούμε, στη μνήμη του… Ας πούμε παίρνεις ένα τραγούδι του Ζαμπέτα και του αλλάζεις τα φώτα, μην το πεις καθόλου. Το τραγούδι, τη στιγμή που του αφαιρείς λέξεις, χάνει τα πάντα, χάνει τη στιγμή της γέννησής του, τον τρόπο που μιλούσαν οι άνθρωποι. Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, όταν γράφεται ένα τραγούδι «Μία χοντρή νευρικιά Κυριακή να της φύγει το στρες» έχει έναν κόσμο ολόκληρο μέσα. Είναι σαν να ακρωτηριάζεις ένα μέλος σε ένα ζωντανό πράγμα. Ανοίγεις στην πόρτα στο να μπουν απαγορεύσεις» τόνισε.
Σε άλλο σημείο, ο Θοδωρής Αθερίδης μίλησε στη Νάνσυ Ζαμπέτογλου και στον Θανάση Αναγνωστόπουλο για τις κρίσεις πανικού με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος αρκετές φορές στη ζωή του.
Ο ίδιος περιέγραψε αρχικά την πρώτη φορά που του συνέβη λέγοντας: «Ήμουν 15 χρονών, ήταν Νοέμβριος του 1980. Ήταν βράδυ, Νοέμβριος, καθόμασταν σε ένα υπόστεγο μιλούσαμε με τους φίλους μου για θρίλερ, για μαύρη μαγεία, για τέτοια πράγματα. Μου είπε ο κολλητός μου ότι έχει κάνει μαύρη μαγεία σε μένα. «Δεν έπαθες τίποτα” μου είπε, το ακούω, σηκώνομαι, αρχίζω και δεν έχω αναπνοή. Γυρίζω σπίτι μου, σφύριξα στη μητέρα μου να κατέβει γιατί δεν μπορούσα ούτε στο ασανσέρ να μπω. Φτάσαμε πάνω στο σπίτι, βγήκα στο μπαλκόνι και άρχισα να τρέχω για να δικαιολογήσω του; 170 παλμούς που βάραγε η καρδιά μου. Το έκανα για να μου γίνει οικεία η ταχυκαρδία. Κοιμήθηκα με την Παναγία αγκαλιά”.
Και πρόσθεσε: «Την επόμενη ημέρα το ξαναπεάθα μέσα στην τάξη γιατί σκεφτόμουν «πόσο βλάκας είμαι που έπαθα αυτό χθες”. Φούντωσα και το ξαναέπαθα. Ζούσα ή ότι πεθαίνω ή ότι τρελαίνομαι. Την τρίτη φορά το έπαθα μαζί με τον πατέρα μου και κάτι φίλους του που έπιναν ούζα και μπύρες. Μου έδωσαν μπύρα και έτσι άρχισε ο αλκοολισμός που λέγαμε. Μου πέρασε με την μπύρα, Βρήκα φάρμακο έτσι, τότε δεν ήταν της μόδας οι κρίσεις πανικού. Πήγαμε σε νευρολόγο και με ρωτούσε ο γιατρός εάν με δέρνει ο μπαμπάς μου”.
Τα χάπια που του έδωσαν δεν είχαν ιδιαίτερο αποτέλεσμα: «Μου έδωσαν κάποια θυμοληπτικά χάπια αλλά δεν μου έκαναν κάτι, ένιωθα την απειλή ότι θα το ξαναπάθω. Σιγά – σιγά καταλαβαίνεις ότι είναι κάτι το οποίο υπάρχει, το οποίο κρατά 20 λεπτά. Τις πρώτες 3-4 φορές που το έπαθα ήταν σαν εξωγήινοι να μπήκαν μέσα στο κεφάλι μου, μου το κυρίευσαν και είμαι δαιμονισμένος”.