Η Ντόρα Μπακογιάννη μιλώντας στην εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου, «Ενώπιος Ενωπίω» αναφέρθηκε στην περιπέτεια της με τον καρκίνο χαρακτηρίζοντας την πρώτη της αντίδραση ως «γελοία».
«Η πρώτη δική μου αντίδραση ήταν παντελώς γελοία, όπως συνήθως είναι γελοίες όλες οι αντιδράσεις σε τέτοιες περιπτώσεις. Έλεγα πως θα το κρύψω από τα παιδιά μου, από τον άντρα μου και τα λοιπά. Τα έβαλα λίγο κάτω γιατί, όταν το έμαθα, ήμουν μόνη μου. Ήθελα να το κρύψω για να μην στεναχωρηθούν και φοβήθηκα. Όλοι νομίζουμε ότι είμαστε αναντικατάστατοι και φοβήθηκα πάρα πολύ πως θα αντιδράσουν. Βεβαίως, μετά επικράτησε η λογική, επικράτησε η αδελφή μου, η Κατερίνα που είναι ο σοβαρός άνθρωπος σε αυτή την οικογένεια . Μου είπε “τι βλακείες είναι αυτές” και τα λοιπά οπότε τους το είπα».
«Πρέπει να πω ότι αντέδρασαν με πολύ μεγάλη ψυχραιμία και ωριμότητα. Ευτυχώς αυτή η οικογένεια φαίνεται πως στα δύσκολα σοβαρεύεται, στα εύκολα τα κάνει μαντάρα. Πράγματι αυτό το πράγμα κράτησε 24 ώρες, στις 24 ώρες το είπα και δημόσια. Κυρίως ο τρόπος με τον οποίο το αντιμετώπισε όλη η οικογένεια μου, ο τρόπος με τον οποίο το αντιμετώπισαν οι φίλοι μου και όλα αυτά μου έδωσαν μια πάρα πολύ μεγάλη δύναμη. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν την ίδια αρρώστια, επικοινώνησαν μαζί μου για να μου δώσουν θάρρος. Όλα πάνε καλά και ήταν άλλη μία περιπέτεια στη ζωή μου»
Στην ερώτηση για ποια ήταν η πρώτη σκέψη που έκανε, η βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, απάντησε: «Σας είπα, τι θα κάνουν τα παιδιά μου. Τα παιδιά είναι το άπαν. Τα παιδιά και τα εγγόνια. Εγώ δεν είχα ποτέ προβλήματα στην ιεράρχηση της αγάπης μου για κάτι. Η οικογένεια μου ήταν πάντοτε πρώτη στην ιεράρχηση. Βεβαίως τα παιδιά μου στην εφηβεία θα έλεγαν πως «όχι, έτρεχες πιο πολύ πολιτικά αντί να ασχοληθείς μαζί μας» αλλά η πραγματικότητα είναι ότι μέσα μου η οικογένεια μου είναι ότι πολυτιμότερο διαθέτω».
Η Ντόρα Μπακογιάννη μίλησε και για την γνωριμία της με τον Παύλο Μπακογιάννη, λέγοντας χαρακτηριστικά πως τον ερωτεύτηκε παράφορα. Παράλληλα, η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας αναφέρθηκε και στα χρόνια μετά τη δολοφονία του.
«Τον Παύλο Μπακογιάννη τον γνώρισα στο Παρίσι. Είχε έρθει να γνωρίσει τον πατέρα μου. Είχε καταλάβει ότι εγώ είμαι ένα ψάρι που… τσιμπάει εύκολα και άρχισε να κάνει φρικτή κριτική στον Μητσοτάκη. Και πάω εγώ και λέω “Πού τον βρήκατε αυτόν και τον κουβαλήσατε στο σπίτι;”.
Υπήρχε μια επαφή και άρχισα να τον ερωτεύομαι παράφορα. Στην αρχή ήθελα να τον “σκοτώσω”! Θα φτάσουμε στο σημείο να λέμε ότι κυνήγησα τον Μπακογιάννη; Ήταν γοητευτικός άντρας, έξυπνος άντρας, τρελός έρωτας. Με είχε σαν μια κούκλα πορσελάνινη. Ήταν ένα από τα “προβλήματα”».
«Τα χρόνια μετά την δολοφονία ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Πάρα πολύ δύσκολα. Για μένα η δολοφονία του Παύλου ήταν το χειρότερο πράγμα που πέρασα στη ζωή μου. Όλα τα άλλα πόρρω απέχουν από αυτό. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι είναι ποτέ δυνατόν ένας άνθρωπος να φάει 13 σφαίρες στην πλάτη και να δολοφονηθεί έτσι, κατά τον τρόπο με τον οποίο δολοφονήθηκε ο Παύλος. Ήταν ένας συναινετικός άνθρωπος και γι’ αυτό δολοφονήθηκε, μου το είπαν και στη δίκη. Τον ρώτησα τον Κουφοντίνα και μου λέει “ας μην είχε κάνει την εθνική συμφιλίωση”. Αυτό είναι που σε τρελαίνει! Καλά, σε τρελαίνουν τα πάντα» εξομολογήθηκε αρχικά η Ντόρα Μπακογιάννη.
Εν συνεχεία, η Ντόρα Μπακογιάννη πρόσθεσε πως «τώρα, βλέποντας πίσω, αντιλαμβάνομαι πόσο κακή μάνα ήμουν εκείνη την εποχή γιατί τα παιδιά μου με στήριξαν και όχι εγώ τα παιδιά μου. Δεν ήμουν σε θέση να στηρίξω τα παιδιά μου. Κάτι το οποίο το φέρνω πάρα πολύ βαρέως και είναι η πρώτη φορά που το λέω. Έχω όμως τρομερές τύψεις για αυτό το πράγμα. Δεν ήμουν σε θέση απλά, δεν μπορούσα. Με στήριξε η Αλεξία και ο Κώστας, οι οποίοι ήταν τότε 13 και 11 χρονών. Στήριξαν αυτοί τη μαμά τους αντί να γίνει το σωστό που θα έπρεπε να γίνει. Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος, δεν την εύχομαι ούτε στον εχθρό μου».
«Δεν νομίζω ότι ποτέ κλείνει αυτή η πληγή. Ήρθαν κάποιοι και μου είπαν “θα συγχωρέσεις” και τους απάντησα: «Οι παπάδες συγχωρούν, ο Θεός συγχωρεί, εγώ όχι». Δεν υπάρχει περίπτωση να συγχωρέσω ποτέ, δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να υπάρξει μέρα στην οποία να κουβεντιάσω αυτό το θέμα και στο οποίο να μην επανέρχεται με όλη του την δύναμη. Βεβαίως, ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές και τα λοιπά, όπως λένε, υπάρχουν όμως και κάποιες πληγές που μένουν πάντα ανοιχτές».