Μια πολυτελής βίλα στην Βάρη ήταν το κρησφύγετο του 47χρονου Ιταλού ο οποίος συνελήφθη στην περιοχή της Βάρκιζας κατόπιν εκτέλεσης διεθνούς εντάλματος σύλληψης που εκκρεμούσε σε βάρος του για συμμετοχή σε διεθνές κύκλωμα λαθρεμπορίας πετρελαίου.
Πρόκειται για μια έπαυλη, σε απόσταση αναπνοής από τη θάλασσα στην οποία είχε μετακομίσει τα τελευταία χρόνια μαζί με την οικογένειά του.
Το συγκεκριμένο ακίνητο ήταν και η έδρα της επιχείρησης της συζύγου του ή οποία έχει διαμορφώσει το υπόγειο σε γκαλερί και συχνά διοργάνωνε εκθέσεις με έργα μοντέρνας τέχνης.
Η μονοκατοικία θυμίζει φρούριο με ένα ψηλό φράχτη να κόβει την ορατότητα προς το χώρο της πισίνας και του κήπου ενώ σε κάθε γωνιά υπάρχουν κάμερες που καταγράφουν κάθε κίνηση στο εσωτερικό αλλά και περιμετρικά της βίλας.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, σε βάρος του 27χρονου Ιταλού εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης με σκοπό την έκδοσή του στις Αρχές της Βενεζουέλας, προκειμένου να δικαστεί για τα αδικήματα της «παράνομης κυκλοφορίας και εμπορίου στρατηγικών πόρων και υλικών», της «Εγκληματικής οργάνωσης» και του «Επιβεβαρυμμένου λαθρεμπορίου».
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις Αρχές της Βενεζουέλας, ο συλληφθείς φέρεται να είναι ηγετικό στέλεχος της εν λόγω οργάνωσης η οποία, σύμφωνα με δημοσιεύματα του ξένου τύπου, έχει κάνει «χρυσές» δουλειές καθώς έχει καταφέρει να αποκομίσει κέρδη που υπερβαίνουν το ποσό των 21 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ως προς τον τρόπο δράσης, η οργάνωση, ως πραγματική ιδιοκτήτρια δεξαμενοπλοίων και υπό την κάλυψη νομιμοφανών ναυτιλιακών εταιρειών, προμηθεύονταν δορυφορικούς αναμεταδότες και συσκευές αναγνώρισης, από αχρησιμοποίητα πλοία που βρίσκονταν σε λιμάνια χωρών της Ασίας και τα τοποθετούσε σε πλοία ιδιοκτησίας της, τα οποία φόρτωναν προϊόντα πετρελαίου σε λιμάνια της Βενεζουέλας.
Στη συνέχεια, τα προαναφερόμενα δεξαμενόπλοια, που μετέφεραν προϊόντα πετρελαίου, απενεργοποιούσαν τα ως άνω συστήματα, προκειμένου τα μέλη της οργάνωσης να ιδιοποιηθούν το φορτίο, εξαπατώντας τους ναυλωτές.
Από τη δράση της η εγκληματική ομάδα αποκόμισε, όπως προαναφέρθηκε, κέρδος δισεκατομμυρίων δολαρίων, ζημιώνοντας τόσο τους ναυλωτές της «νόμιμης» ναυτιλιακής εταιρείας, όσο και το κράτος της Βενεζουέλας.