Με καταθέσεις συγγενών θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι συνεχίστηκε η δίκη στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων για τα αίτια της τραγωδίας.
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η Μαρία Διονυσιώτη, η οποία έχασε την κόρη της και τον μόλις έξι μηνών εγγονό της. Πήρε τη σκυτάλη των καταθέσεων από τον γαμπρό της Ανδρέα Δημητρίου, ο οποίος είναι πυροσβέστης και την ημέρα της φονικής πυρκαγιάς βρισκόταν στην υπηρεσία του σε επιφυλακή. Η κατάθεσή της ράγισε καρδιές. «Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Θα ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου», είπε η χαροκαμένη μητέρα, ξετυλίγοντας το χρονικό της μοιραίας ημέρας. «Δεν ζούμε, απλά υπάρχουμε. Εμείς και ο Αντρέας είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλά υπάρχουμε», είπε έντονα φορτισμένη, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης στο δικαστήριο.
«Μέχρι εκείνη την ημέρα είμαστε μια ωραία οικογένεια. Την ημέρα της πυρκαγιάς η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ένας μαύρος καπνός υπήρχε παντού, αέρας έντονος. Για να προστατευθώ, είχα πάρει αγκαλιά μια κολώνα. Ψάχναμε μαζί με κόσμο και τον άντρα μου να βρούμε τη Μαργαρίτα. Δεν απαντούσε. Κάποια στιγμή μάθαμε ότι η Μαργαρίτα με το μωρό είναι στην Αργυρά Ακτή με το μωρό. Εμείς είμαστε εκείνη την ώρα στην πλατεία της Ραφήνας και πήγε ένας φίλος μας στο λιμεναρχείο να τους πει να στείλουν ένα σκάφος να μαζέψει τη Μαργαρίτα. Μετά ξαναπήγε και του είπαν πως ήταν ενήμεροι, αλλά οι βάρκες δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν, γιατί είχε πολλά βράχια. Τελικά, ενημερωθήκαμε πως η Μαργαρίτα πήγε στον «Ευαγγελισμό». Περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μετά από ώρα ήρθε ο Αντρέας με έβαλε σε μια καρέκλα να καθίσω, με αγκάλιασε και μου είπε ότι ο μπέμπης μας έγινε αγγελάκι. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι κάτι», κατέθεσε η κ. Διονυσιώτη.
Η μάρτυρας συνέχισε την κατάθεσή της περιγράφοντας όσα αντίκρισε όταν επέστρεψε στο Μάτι και μίλησε για την τραγική στιγμή που έμαθε ότι μετά το μωράκι της οικογένειας και η κόρη της δεν τα κατάφερε. «Αντικρίσαμε ένα σκηνικό που θύμιζε πυρηνικό πόλεμο. Ακόμα στο σπίτι μας υπήρχαν φλόγες και μικρές εστίες. Και το σπίτι μας ήταν σαν σκηνικό. Από μπροστά άθικτο και πίσω καμένο. Μετά από λίγο καιρό και αφού έγινε η κηδεία του μπέμπη είχα πάει στον Άγιο Εφραίμ να προσκυνήσω και επιστρέφοντας έζησα το ίδιο σκηνικό. Με έβαλαν σε έναν καναπέ και μου είπε ο Αντρέας ότι η Μαργαρίτα δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη. Η Μαργαρίτα, όταν μπήκε στο ασθενοφόρο ζήτησε από τους διασώστες να υπαγορεύσει ένα γράμμα ότι ευχαριστεί εμάς και τον άντρα της και ότι μας αγαπάει. Η Μαργαρίτα και τόσοι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά. Αν είχε εγκαίρως το λιμεναρχείο στείλει βάρκες ο μπέμπης μας θα τα είχε καταφέρει. Αλλά κανένας δεν έκανε την δουλειά του. Μας εγκατέλειψαν, μας άφησαν στην τύχη μας», είπε η μάρτυρας στο δικαστήριο.
«Κανείς από εσάς δεν πρόκειται να κατανοήσει αυτό που έζησα»
Να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι της τραγωδίας για τον θάνατο της κόρης του και του εγγονού του ζήτησε ο Χαράλαμπος Διονυσιώτης από το δικαστήριο. Στην κατάθεσή του επέρριψε ευθύνες στον κρατικό μηχανισμό ότι άφησε ανυπεράσπιστους τους πολίτες στο Μάτι. «Κάνεις από εσάς δεν πρόκειται να κατανοήσει αυτό που έζησα. Ήμασταν ανυπεράσπιστοι, μας άφησαν να καούμε. Ούτε η Πυροσβεστική ούτε το Λιμενικό ούτε η Αστυνομία βάλανε ένα χέρι βοήθειας. Δεν υπήρχε τίποτα, κανείς, και οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι κατηγορούμενοι. Αν τους είχαν εκτρέψει αντίθετα, προς τον Μαραθώνα, θα είχαμε λιγότερους νεκρούς. Δεν υπήρχε ενημέρωση, δεν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης. Είμαστε σίγουροι ότι οι 104 πέθαναν ακαριαία; Δεν είμαστε. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν την άλλη μέρα το πρωί τους διασώστες; Δεν έπρεπε άμεσα να τους βοηθήσουν που ουρλιάζανε οι εγκαυματίες στα μπαλκόνια; Μας εγκατέλειψαν όλοι και μας εγκαταλείπουν ακόμη και σήμερα. Για να πετάξουμε τα αποκαΐδια με αμάξι του δήμου, έπρεπε να βρούμε λεφτά να πληρώσουμε το παράβολο», είπε μεταξύ άλλων στην κατάθεσή του.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τρίτη.