Η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεγάλες περικοπές μισθών που ακολούθησε η Ελλάδα δεν βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα και -πολύ περισσότερο- οδήγησαν σε πτώση την παραγωγικότητα, είναι το γενικό συμπέρασμα νέας έκθεσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) με τίτλο «Προσαρμογή στις χώρες της Ευρωζώνης με ελλείμματα: πρόοδος, προκλήσεις και πολιτικές».
Είναι η πολλοστή φορά που το ΔΝΤ παραδέχεται ανοικτά τις αστοχίες της πολιτικής που ακολούθησε στην περιφέρεια της Ευρωζώνης και ειδικά στην Ελλάδα, καθώς τα μέτρα λιτότητας δεν φαίνεται να έχουν αποδώσει τα προσδοκώμενα οφέλη, ειδικά σε μια περίοδο που πληθαίνουν οι φωνές οικονομολόγων αλλά και αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης που καλούν το Ταμείο να ζητήσει συγγνώμη από την Ελλάδα για τη σκληρή πολιτική λιτότητας που εφαρμόστηκε.
Για μία ακόμη φορά οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ αναγνωρίζουν ότι οι αρχικές προσδοκίες για την αύξηση της παραγωγικότητας στις ελλειμματικές οικονομίες -μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα- αποδείχθηκαν υπερβολικά αισιόδοξες και ότι ο πραγματικός ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας στην αγορά εργασίας επιβραδύνθηκε σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Οι στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας σημαίνουν ότι τα ποσοστά εργασίας στις ελλειμματικές οικονομίες παραμένουν υψηλά, με εξαίρεση την Ιρλανδία, όπου αυξήθηκε το κόστος εργασίας ανά εργαζόμενο.
Στην Ελλάδα, η μείωση του κόστους εργασίας είχε ως κύρια πηγή τις περικοπές των μισθών. Ομως, η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας ήταν τόσο μεγάλη, που η παραγωγικότητα περιήλθε σε τέλμα, παρά τις μεγάλες περικοπές θέσεων εργασίας. Αποτιμώντας τους σχετικούς οικονομικούς δείκτες των χωρών του Νότου που έλαβαν πακέτο διάσωσης, το Ταμείο αναγνωρίζει πως κατά γενική ομολογία τα μερίδια αγοράς σε όρους ανταγωνιστικότητας δεν βελτιώθηκαν στη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.
Επίσης, ο δείκτης που παρακολουθεί την ανταγωνιστικότητα των τιμών στις εξαγωγικές αγορές, δηλαδή την τιμή των εξαγωγών σε σχέση με την τιμή των αγαθών που παράγονται στην αγορά, επιδεινώθηκε στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία.
Και παρά την προσαρμογή των τιμών, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις για ανακατανομή των πόρων από τους μη εμπορεύσιμους προς τους εμπορεύσιμους τομείς από τότε που ξέσπασε η κρίση. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά εργασίας συρρικνώθηκε ή παρέμεινε στάσιμη στους εμπορεύσιμους τομείς της Ελλάδας.
Κατά συνέπεια, η προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ελλειμματικών χωρών της Ευρωζώνης επιτεύχθηκε μέσω της μείωσης της εσωτερικής ζήτησης και όχι μέσω της μεταστροφής του παραγωγικού τους μοντέλου, σύμφωνα πάντα με την έκθεση του ΔΝΤ. Επισημαίνεται δε ότι η προσαρμογή των ισοζυγιών στην Ευρωζώνη είναι άνιση, καθώς οι χώρες με πλεονάσματα δεν έχουν προχωρήσει σε σημαντική μείωσή τους.
Επίσης, η πρόοδος ως προς τις διαρθρωτικές αλλαγές ήταν περιορισμένη, με τις εξαγωγές να ανακάμπτουν, αλλά με το μεταποιητικό τομέα να παραμένει χαμηλότερα από τα προ της κρίσης επίπεδα.
Τα μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία και στην Ισπανία συρρικνώθηκαν ή μετατράπηκαν σε πλεονάσματα κυρίως επειδή οι εισαγωγές και η δυνητική ανάπτυξη επιβραδύνθηκαν δραστικά.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το ΔΝΤ υπογραμμίζει ξανά την ανάγκη υλοποίησης σημαντικών μεταρρυθμίσεων στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την ανακατανομή των πόρων στους εμπορεύσιμους τομείς.
ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ