ΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Έτσι σκότωσα το γιο μου»

egklima-sto-astros-kunourias

Αισθάνομαι ντροπή και οδύνη φέρεται να δήλωσε στον δικαστικό λειτουργό ο 75χρονος πατέρας που σκότωσε τον 39χρονο γιο του στο Άστρος Κυνουρίας και στη συνέχεια έκαψε το πτώμα του στις 15 Αυγούστου.

Κατά την απολογία του ενώπιον του ανακριτή, ο 75χρονος φέρεται να ομολόγησε το αποτρόπαιο έγκλημά του το οποίο όπως είπε φέρεται να τέλεσε σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής.

Ο παιδοκτόνος είπε πως αγαπούσε υπερβολικά τον γιο του, αλλά ανέφερε ότι ο 39χρονος με την πάροδο των χρόνων άλλαξε συμπεριφορά, εγκατέλειψε τον ευατό του και κακοποιούσε την οικογένεια.

«Μετά την εισαγωγή του στα ΤΕΦΑΑ άλλαξε, δεν ενδιαφερόταν για τις σπουδές του τις οποίες εγκατέλειψε καταλήγοντας άνεργος και ανειδίκευτος, και το μόνο που έκανε ήταν «να απασχολείται περιστασιακά ως υπάλληλος διανομής φαγητού σε πιτσαρίες και ουσιαστικά να συντηρείται από εμάς τους γονείς του, μολονότι είχε περάσει τα 35 και πλησίαζε τα 40, ενώ παράλληλα η συμπεριφορά του δεν ήταν φυσιολογική, αφού είχε κλειστεί στον εαυτό του, και όταν ερχόταν σε μας για να ζητήσει χρήματα και εμείς τον μαλώναμε και του λέγαμε ότι πρέπει να κάνει κάτι στη ζωή του, για να προκόψει, όπως έχουν κάνει οι αδελφές του, εκείνος αντιδρούσε βίαια, μας έβριζε και μας χτυπούσε και ταυτόχρονα εκτόξευε απειλές σε βάρος της ζωής των παιδιών των θυγατέρων μας, για τα οποία έλεγε ότι θα τα σφάξει ένα-ένα.»

«Μας έδενε, μας χτυπούσε και βιντεοσκοπούσε τον ξυλοδαρμό»

Ο κατηγορούμενος μίλησε για τη βίαιη συμπεριφορά του γιού του και αναφέρθηκε και σε ένα περιστατικό που συνέβη το Πάσχα.

«Όταν ο γιος μας, εισελθών κρυφά στο σπίτι, μας αιφνιδίασε, μας έδεσε και μας κτυπούσε απάνθρωπα, ενώ συγχρόνως με μια βιντεοκάμερα βιντεοσκοπούσε το συμβάν. Προς επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού ΑΙΤΟΥΜΑΙ τη διενέργεια έρευνας εις την οικία του γιου μας επί της οδού Ασκληπιού 27, Περιστέρι, προς το σκοπό ανεύρεσης της σχετικής βιντεοκασέτας, στην οποία κατεγράφη η ως άνω αξιόποινη συμπεριφορά του σε βάρος μας.

Μετά το γεγονός αυτό, οι υπό κρίση συμπεριφορές μου ήταν αποτέλεσμα πανικού και απόγνωσης και το επακόλουθο μιας κατάστασης που ψυχολογικά μου ήταν αδύνατο να διαχειριστώ και να υπομείνω περισσότερο» ανέφερε ο πατέρας στην ομολογία του.

«Ζούσαμε ένα μαρτύριο»

Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι η οικογένεια τελούσε υπό το καθεστώς του φόβου, ενώ ανέφερε πως ακόμη και οι κόρες του απέφευγαν να επισκέπτονται το σπίτι του, φοβούμενες μήπως τύχει και τον συναντήσουν.

«Την 15.8.2014 και περί ώρα 11:00 ο γιος μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι θα έλθει την ίδια μέρα από την Αθήνα, τονίζοντάς μου ότι θα με τακτοποιήσει, εννοώντας ότι πάλι θα χειροδικούσε τόσο εις εμέ όσο και εις την μητέρα του. Με κατέλαβε αγανάκτηση, φόβος, αλλά και ένα πελώριο «γιατί» να μας συμβαίνει αυτό, δηλαδή ένα συνεχές, πολυετές μαρτύριο για εμένα, την σύζυγο μου, αλλά και τις κόρες και τα εγγόνια μου. Η γυναίκα μου, όταν έλαβα το τηλέφωνο από τον θανόντα έλειπε εις την εκκλησία και όταν επέστρεψε εις το σπίτι τής είπα ότι θα έλθει ο γιος μας και καλό θα ήτο να μην είναι σπίτι, αλλά να πάει αμέσως στο σπίτι του αδελφού μου, όπου θα τρώγαμε όλοι μαζί και να με αφήσει, είπα στην γυναίκα μου, να μιλήσω μόνος μαζί του, δηλαδή εγώ με το γιο μου. Αυτά της είπα και αυτή καλόπιστα με πίστεψε και ανεχώρησε για το σπίτι του αδελφού μου…..».

«Έτσι σκότωσα το γιο μου»

Κατά τη απολογία του, ο κατηγορούμενος περιέγραψε λεπτό προς λεπτό τι ακριβώς συνέβη την 15η Αυγούστου, όταν πήρε το δίκανο και πυροβόλησε τον γιο του…

Στις 2:15 – 2:30 το μεσημέρι ο γιος μου ήλθε και προσπάθησε να εισέλθει στην οικία μου σπρώχνοντας την πόρτα της αυλής. Επειδή δεν μπορούσε να μπει, άρχισε να με βρίζει και μου πέταξε μια μικρή γλάστρα, που όμως δεν με πέτυχε. Άρχισε να σπρώχνει και να κλωτσά την πόρτα για να τη σπάσει και να την ανοίξει με τη βία, και είναι βέβαιον ότι εκείνη τη στιγμή υπέστην μια έντονη διατάραξη της συνειδήσεως μου, που την επέφερε η απότομη και αιφνίδια υπερδιέγερση του συναισθήματος του φόβου, του πανικού αλλά και της οργής (Α.Π. 1197/1988 Ποιν. Χρον. ΛΘ’ σελ. 118). Υπό το κράτος αυτών των συναισθημάτων, τα οποία με κυρίευσαν πλήρως και μου θόλωσαν την κρίση, αποφάσισα να πάρω το δίκαννό μου στα χέρια, πυροβόλησα με αυτό το Γιάννη και τον πέτυχα. Ήταν τέτοια η ένταση των συναισθημάτων και η θόλωση του μυαλού μου που, ενώ ο γιος μου ήταν χτυπημένος στο έδαφος και αναίσθητος, εγώ τον πλησίασα και τον πυροβόλησα και στα πόδια, για να μη σηκωθεί, μολονότι ήταν φανερό ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί.

Αφού πέρασε κάποια ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχα κάνει, κατελήφθην από νέο κύμα πανικού, φοβούμενος τώρα τι θα συνέβαινε, αν ερχόταν η σύζυγός μου στο σπίτι και αντιλαμβανόταν την πράξη μου. Για να μη συμβεί αυτό, τηλεφώνησα στο σπίτι του αδελφού μου και ανέφερα στη σύζυγό του ότι δήθεν πέρασε ο Γιάννης, ότι όλα ήταν καλά και ότι αργότερα θα ερχόταν και αυτός από το σπίτι τους. Στη συνέχεια, ενεργώντας ΠΑΝΤΑ ΜΟΝΟΣ, μετακίνησα το αυτοκίνητο του γιου μου στην αυλή, έσυρα το σώμα του από τα πόδια, το έβαλα με προσπάθεια στα πίσω καθίσματα, έβγαλα τις πινακίδες, τις οποίες έθαψα στον κήπο, καθάρισα το χώρο από τα αίματα και οδηγώντας το ίδιο αυτοκίνητο, πήγα το πτώμα του γιού μου στον ξεροπόταμο, όπου χρησιμοποιώντας ένα μπιτόνι βενζίνη έβαλα φωτιά, προσπαθώντας, ενεργών τελείως «ερασιτεχνικά», «να σβήσω» τα ίχνη του εγκλήματος μου. Ακολούθως, επέστρεψα πεζός στο σπίτι, για να πλυθώ από τα αίματα και τη σκόνη, και λίγο αφότου βγήκα από το μπάνιο επέστρεψε η γυναίκα μου μαζί με τον αδελφό μου.».