LIFESTYLE

Γιάννης Βαρδής: Πώς να σβήσω τον αριθμό του κινητού του από το δικό μου; Το μυαλό και η καρδιά ακόμα δεν μπορεί να το δεχθούν.

Μιλάει για τον πατέρα του, την πρωτοποριακή θεραπεία, την απώλεια και την πίστη.

vardis

«Ο πατέρας μου για μένα είναι εδώ. Και θεωρώ πως δεν θα «φύγει» ποτέ. Είναι μέσα στην καρδιά μου. Δεν είναι δικό μου αυτό που έγραψα. Είναι του Χόρχε Μπουκάι, από τον «Δρόμο των Δακρύων». Μιλάει για τον θάνατο και το «ανέβασα» για να δυναμώσω και εγώ διαβάζοντάς το. Δεν το πίστευα απόλυτα και το «ανέβασα» για να πάρω πίστη από κάπου. Για να πάρω δύναμη. Πολλές φορές νομίζω ότι θα ανοίξει μια πόρτα και θα ακούσω τη φωνή του. Είναι αδιανόητο. Χθες ήταν μια δύσκολη νύχτα. Να σου πω κάτι χαρακτηριστικό; Πώς να σβήσω τον αριθμό του κινητού του από το δικό μου; Το μυαλό και η καρδιά ακόμα δεν μπορεί να το δεχθούν. Διαβάζω στα sites ότι «έφυγε ο Αντώνης Βαρδής» και δεν μπορώ να το δεχτώ…» εξομολογήθηκε στην εφημερίδα Real News. και πρόσθεσε: «Ο πατέρας μου μου ζήτησε να μάθω κιθάρα για να ολοκληρωθώ σαν καλλιτέχνης. Και του το υποσχέθηκα ότι θα το κάνω. Μετά την κηδεία βρήκα στο προαύλιο μια πένα. Ένας μουσικός άνοιξε το κουτί και έριξε τρεις πένες για τις πάρει μαζί του. Όταν βγήκαμε άθελά μου βγήκα από την συνοδεία και πήγα δεξιά. Τότε βρήκα μπροστά μου μια πένα. Ήταν σημάδι αυτό για μένα. Ήταν σαν να μου λέει ”Συνέχισε αυτό που είπαμε, σου δίνω την άδεια’’ και θα το κάνω, θα το κάνω για εκείνον».

«Κάποια ΜΜΕ τον είχαν «τελειώσει» τον πατέρα μου ξανά και ξανά. Την τελευταία φορά, ευτυχώς για μένα, ήμουν δίπλα του. Το διάβασα σε site και ήταν δίπλα μου. Γελούσα. Η αδελφή μου δεν ήταν στο νοσοκομείο και φρίκαρε, αλλά με πήρε και της είπα ότι δεν ίσχυαν όσα είχαν βγει. Αμέσως «ανέβασα» κάτι στα social media για να ηρεμήσει ο κόσμος, οι φίλοι, οι συγγενείς μας… Το διαχειρίστηκα ψύχραιμα και σωστά, παρά την πικρία μου. Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούνται ότι είναι δημοσιογράφοι και είναι «κίτρινοι» όσο δεν πάει».

Δεν δίστασε, μάλιστα, να αποκαλύψει και λεπτομέρειες για την θεραπεία που ακολουθούσε ο Αντώνης Βαρδής στον αγώνα που έδινε με τον καρκίνο: «Διαβάζω ακόμα και σήμερα και γελάω. Και θέλω να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα… Ο πατέρας μου τους τελευταίους μήνες έκανε μια πρωτοποριακή θεραπεία που βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο, με τη σύμφωνη γνώμη του ογκολόγου αλλά και των υπολοίπων γιατρών του. Έπρεπε να κάνουμε πρώτα μια μαγνητική, η οποία έδειξε ότι ο όγκος είχε φτάσει στα 9 χιλιοστά. Η επόμενη κίνηση ήταν να του φορέσουμε ένα μηχάνημα που ήταν σαν σκουφί στο κεφάλι, το οποίο αποτελούνταν από ειδικές μεμβράνες και με ηλεκτρόδια και ηλεκτρομαγνητικά κύματα θα προσπαθούσαν να σταματήσουν την εξέλιξη της ασθένειας. Αυτό έπρεπε να το φοράει 20 ώρες την ημέρα και το φόραγε όλο το 24ωρο. Το πιο δύσκολο απ’ όλα όμως ήταν όταν έπρεπε να του πω ότι θα του ξυρίσω το κεφάλι. Το πέρασα όσο πιο γλυκά μπορούσα και δεν μου έφερε καμία αντίρρηση. Αυτή η θεραπεία θα κρατούσε δυο μήνες και στις 2 Σεπτεμβρίου θα κάναμε την επόμενη μαγνητική. Για κάποιο λόγο, οι γιατροί επέμεναν να την κάνουμε νωρίτερα. Οι εξετάσεις μας άφησαν όλους με το στόμα ανοιχτό, καθώς ο όγκος όχι μόνο είχε σταματήσει να εξαπλώνεται, αλλά είχε συρρικνωθεί κατά 35% με 40%. Παράλληλα, ο πυρήνας του από την εξέταση δεν έδειχνε καμία κίνηση. Και από την χαρά και την ελπίδα στην απόλυτη θλίψη, καθώς μερικές ημέρες μετά δεν άντεξαν τα νεφρά του, λοιμώξεις, ίκτερος… Πλέον το σώμα του δεν μπορούσε άλλο. Είχε κουραστεί και ο ίδιος, νομίζω. Ήθελε να ξεκουραστεί και να μας ξεκουράσει. Πάντως το νίκησε! Και άνοιξε ένα νέο δρόμο. Μια θεραπεία που πρέπει όλοι να ψάξουν γιατί η δική του ιστορία μπορεί και να σώσει άλλες ζωές».

Τέλος, μίλησε ανοιχτά και τις διεξόδους που έχει βρει για να «ξεχνιέται»: «Δεν μπορώ ακόμη να συναντήσω κόσμο. Δεν μπορώ να κυκλοφορήσω. Κοιμάμαι πολύ, κάνω γυμναστική και ξεχνιέμαι. Πηγαίνω με τους πολύ στενούς φίλους μου σε ένα ιδιαίτερο μέρος στη Γλυφάδα και χαζεύω τη θάλασσα. Τη λατρεύω. Όπως τη λάτρευε κι εκείνος! Είχε το δικό του μέρος. Στο Πόρτο Ράφτη. Εκεί άραζε με τις ώρες. Δεν έχω πάει ακόμα εγώ. Πηγαίνει, όμως, η γυναίκα του. Το καταλαβαίνω. Το νιώθω. Κάθε βράδυ ακούω την πόρτα και φεύγει. Είμαι σίγουρος πως κάθε βράδυ πάει εκεί».