Είναι από τις ιστορίες που στο άκουσμά τους η ψυχή σου πιάνεται, η καρδιά σου σφίγγεται, τα μάτια κλείνουν και εύχεσαι να μην είναι αλήθεια αυτά που ακούς και διαβάζεις.
Γιατί, πέρα από τον καθημερινό Γολγοθά που ανεβαίνει ο καθένας, τα προβλήματα και τις υποχρεώσεις που υπάρχουν, το άγχος και τη ρουτίνα της καθημερινότητας, τα ανθρώπινα αισθήματα δεν έχουν εκλείψει ακόμη και πόσο μάλιστα όταν πρόκειται για αγγέλους που πριν ακόμη προλάβουν να ανταμώσουν το φως του έξω κόσμου έχουν ξεκινήσει για το δικό τους τελευταίο ταξίδι…
Τις τελευταίες ώρες σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης έχει δημοσιευτεί η ανθρώπινη ιστορία μίας μαμάς που περίμενε από μέρα σε μέρα να φέρει στον κόσμο το τρίτο της παιδάκι, να ακούσει το πρώτο του κλάμα, να πάρει γεύση από την πρώτη του μυρωδιά, να το κρατήσει για πρώτη φορά στην αγκαλιά της… Δυστυχώς όμως, η ώρα αυτή δεν ήρθε ποτέ παρά μόνο μια τραγική πραγματικότητα: το αγγελούδι της έφυγε για πάντα, ενώ βρισκόταν ακόμη μέσα στην κοιλιά της.
Η ιστορία όπως τη διηγείται η μητέρα η ίδια. Ξεκινά με το διάλογό της με το μαιευτήρα της:
Μαιευτήρας: «Την Παρασκευή θα μπεις να γεννήσεις. Ή μήπως να σε βάλω τη Δευτέρα;».
Εγώ: «Αν μπορούμε τη Δευτέρα ακόμη καλύτερα, να πάρει λίγο ακόμη βάρος το μωρό».
Μαιευτήρας: «Επειδή μας έχουν μειώσει τα χειρουργεία (έχουμε ένα τη βδομάδα ο καθένας) θα δω πότε θα με βάλουν και θα σου πω».
Πέμπτη 24/7/2014
Μαιευτήρας: «Την Κυριακή θα μπεις στο νοσοκομείο και τη Δευτέρα θα γεννήσεις».
Ξαφνικά ενώ είχαν ετοιμαστεί τα πάντα ενώ ετοιμαζόταν να μπει στο νοσοκομείο για να γεννήσει, ενώ είχε ετοιμάσει το σπίτι για τον ερχομό του, ενώ ανυπομονούσε η υπόλοιπη οικογένεια τον ερχομό του νέου μέλους… Όλα γκρεμίστηκαν… «Δεν κλοτσάει», είπε η ίδια στο σύζυγό της… προαισθανόμενη το άσχημο παιχνίδι και συνάμα τραγικό που της επεφύλασσε η μοίρα.
Ακόμη και ο ήχος του υπερήχου… απόλυτη σιωπή…
«Μαμά, είναι καλά το μωρό μας;» τη ρωτάει ο γιος της… «Το μωρό μας ήταν άρρωστο και πέθανε»… απαντάει η μάνα… «Θα του κάνουν εξετάσεις και θα γίνει καλά;», λέει ο άλλος γιος… «Ένα μωρό που πεθαίνει δεν μπορεί ποτέ να γίνει καλά…».
Αυτά λέει η μητέρα προσπαθώντας να κρατηθεί χωρίς να εξαντλήσει όση δύναμη της έχει περισσέψει για να αντιμετωπίσει την τραγωδία της αλλά και να φανεί απόλυτα ψύχραιμη απέναντι στα παιδιά της.
Μέσα της ωστόσο τα πάντα έχουν καταρρεύσει. Όλα είναι μαύρα και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Επιστρέφει σπίτι με μία και μόνο βαλίτσα. Τη δική της. Ακούει πολλά – για τον τρόπο, για το γιατρό, για το τι θα γινόταν αν γεννούσε σε μαιευτήριο, όπως η ίδια εκμυστηρεύεται στην αφήγησή της σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης.
Τα βάσανά της, όμως, δεν τελειώνουν εκεί… Έρχεται η νεκροψία, ο γενετιστής σημειώνει ότι το παιδί ήταν υγιέστατο και η μάνα ρωτάει: «Αν είχε γεννηθεί πιθανότατα θα ζούσε;». Ο γενετιστής απαντάει «πιθανότατα…».
Και πάλι όμως πολλά «αν», πολλά ερωτήματα… Με πολλές απόψεις αντικρουόμενες αλλά με κοινό παρονομαστή νεκρό έμβρυο πριν καν γεννηθεί. Πόνος ασύλληπτος, εμμονές δίχως τέλος.
Και εκεί που σκέφτεται ότι έχουν τελειώσει όλα, σκέφτεται τα δύο της παιδιά και τον αγαπημένο της. Τους έχει κοντά της και αυτά και μόνο πλέον αρκούν για να την κάνουν και πάλι να σταθεί στα πόδια της.
Δε φταίνε σε τίποτα οι αγαπημένοι της. Τη χρειάζονται και τους χρειάζεται.
Οι σκέψεις της, ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τα πράγματα, η ζωή της αλλάζουν άρδην.
Και μέσα από τις τελευταίες αράδες που γράφει δίνει το δικό της μοναδικό μήνυμα ζωής, το οποίο και παρουσιάζουμε αυτούσιο. Χωρίς περαιτέρω ανάλυση, χωρίς σχολιασμό.
Παρά μόνο γυμνά τα συναισθήματα, και σκέψεις για το τώρα για τους γύρω μας, για τους αγαπημένους μας, για τη ζωή μας, για τον εαυτό μας.
«Μάθε λοιπόν, αγαπημένε μου εαυτέ, να ζεις το «τώρα». Μην κάνεις μεγαλόπνοα σχέδια. Δεν βοηθούν. Είσαι τώρα εδώ, υγιής, έχεις δυο παιδιά και τον αγαπημένου σου δίπλα σου. Για το αύριο κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί.
Μάθε να λες πιο εύκολα το «σ’ αγαπώ», ακόμη και σε ανθρώπους που μάλλον δεν περιμένουν να το ακούσουν από τα χείλη σου. Εξάλλου, άνθρωποι που δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν για σένα σου έδωσαν ήδη από τις πιο σφιχτές αγκαλιές.
Παιδί: «Μαμά, το μωρό μας δε θα δει ούτε τον ήλιο, ούτε τη θάλασσα ούτε τίποτα ε;».
Κι ύστερα πάλι: «Αχ βρε μαμά, πάλι τέσσερις θα μείνουμε;».
Εγώ: «Πάλι τέσσερις, αγάπη μου. Αυτή τη φορά πιο δυνατοί και πιο αγαπημένοι από πριν…».
Παιδί: «Να περάσει ο καιρός, κι όταν θα ξεχάσεις ότι το μωρό μας έχει πεθάνει και δε θα στενοχωριέσαι πια, τότε θα έρθει ο μπαμπάς και θα σου βάλει πονηρά το σποράκι του. Ε, μαμά; Ε!».