ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Μάρτιν Σουλτς προς Ελλάδα: «Μην απειλείτε με Αρμαγεδδών. Είναι καιρός να θάψουμε τα τσεκούρια του πολέμου»

Οι πολιτικές δυνάμεις, τονίζει ο Σουλτς, δεν πρέπει “να αλληλοκατηγορούν τις άλλες για το ποιος είπε τι, ούτε να αναζητούν χειροκροτητές και να προσπαθούν να ανατρέψουν τις δεσμεύσεις τους, ούτε να απειλούν με Αρμαγεδδώνα στο εγγύς μέλλον. Αντίθετα, πρέπει να κάνουν κάτι λιγότερο εκκωφαντικό, αλλά απείρως πιο χρήσιμο για τους πολίτες. Σε αυτό, το βάρος είναι ξεκάθαρα στην πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης”.

Σύμφωνα με τον Σουλτς, αν κάτι προσφέρει η τετράμηνη παράταση είναι αρκετός χρόνος για να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη και να οριστικοποιηθούν μέτρα που θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο. Με άλλα λόγια, οι τέσσερις μήνες αυτοί είναι “μία σύντομη παύση πριν την επόμενη αιματηρή επίθεση των στρατιωτικών μονάδων”.

“Είναι καιρός να θάψουμε τα τσεκούρια του πολέμου που απομένουν ακόμα, να εκπληρωθούν οι δεσμεύσεις που ανελήφθησαν με τη συμφωνία στο Eurogroup και να αναπτυχθούν συγκεκριμένα μέτρα που θα φέρουν επενδύσεις, θα αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα, περιορίζοντας τη φοροδιαφυγή, θα βελτιώσουν τη αποτελεσματικότητα του Δημοσίου και θα διατηρήσουν ένα βιώσιμο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων.

Αυτό είναι το μήνυμα που συνεχώς στέλνω στην Αθήνα, το Βερολίνο και σε όλες τις συναντήσεις μου με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες”, υπογραμμίζει ο Σουλτς.

Μάλιστα, ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου παρατηρεί τρεις παράγοντες που βρίσκονται πλέον στο τραπέζι και μπορούν να δώσουν μία σημαντική ώθηση στην ελληνική κυβέρνηση:

– Το γεγονός ότι η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να καταπολεμήσει φαινόμενα όπως η φοροδιαφυγή και η φορολογική απάτη – ωστόσο, σημειώνει, η κυβέρνηση πρέπει να καταλάβει ότι οι κύριοι υπεύθυνοι για τα προβλήματα της Ελλάδας είναι οι φοροφυγάδες, και όχι οι δανειστές, που αντιμετωπίζονται ως “αποδιοπομπαίοι τράγοι”, όπως σχολιάζει.

– Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να κατανοεί καλύτερα τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις επιπτώσεις της

– Το γεγονός ότι από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει πλέον ένα συγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο, μέσω της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας.