Τους λόγους για τους οποίους το Βερολίνο διατηρεί την ακαμψία του απέναντι στο ελληνικό αίτημα για ελάφρυνση του χρέους εξηγεί η Stratfor.
Όπως τονίζει το "μπαλάκι" παραμένει στο γήπεδο του Αλ. Τσίπρα ακόμα και μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου.
Το «όχι» εξασφάλισε το 61% των ελληνικών ψήφων και το κυρίαρχο αφήγημα των μέσων ενημέρωσης είναι ότι αυτό αποτελεί μια καταστροφική οπισθοδρόμηση για την γερμανίδα καγκελάριο, η οποία, τώρα θα πρέπει να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Ελλάδας για να αποτρέψει το Grexit και να αποφύγει να μείνει στην ιστορία ως εκείνη που έσπρωξε μια χώρα μελος εκτός της Ευρωζώνης.
Ένα τέτοιο σενάριο φυσικά θα δημιουργούσε προηγούμενα και θα έβαζε σε πειρασμό κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες παρά το γεγονός ότι καταγράφουν ανάκαμψη έχουν ακόμα μακροπρόθεσμες αδυναμίες.
Όμως, η Γερμανία είναι το ίδιο απρόθυμη να διαγράψει ή να υποτιμήσει το ελληνικό χρέος για να αποφύγει ένα Grexit. Αν, μετά από πέντε μήνες παιχνιδιού εντυπώσεων, θεατρινισμών, δημοψηφισμάτων και εμπρηστικών λόγων, ο Τσίπρας κερδίσει την μάχη του, οι συνέπειες θα μπορούσαν να αλλάξουν την ίδια τη δομή της Ευρώπης.
Οι Γερμανοί φοβούνταν οποιονδήποτε διακανονισμό που θα επέτρεπε σε λιγότερο παραγωγικές ευρωπαϊκές χώρες να εκμεταλλευτούν την παραγωγικότητα της Γερμανίας. Ζήτησαν να ενσωματωθούν ισχυροί δημοσιονομικοί κανόνες στη νέα συμφωνία. Στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τέθηκαν αυστηροί περιορισμοί για να αποτραπεί η χρήση της τράπεζας για την αναδιανομή πόρων από ένα κράτος μέλος στο άλλο.
Το λανσάρισμα της ευρωζώνης το 1999 είχε ως αποτέλεσμα μια πιστωτική έκρηξη σε χώρες με αδύναμη πιστωτική ιστορία, διότι τώρα δανείζονταν με γερμανικά επιτόκια. Τα χρέη τους εκτινάχθηκαν, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κατάρρευση του 2008. Η Γερμανία έβρισκε αποδεκτή αυτή την κατάσταση, αρκεί οι δανειολήπτες να αποπλήρωναν στο τέλος τα χρέη τους –σημειώνεται πως ένα μεγάλο μέρος της πίστης προέρχονταν από τη Βόρεια Ευρώπη.
Ιδιαίτερα στην ελληνική περίπτωση, το πρόγραμμα διάσωσης μετέφερε αργότερα την έκθεση από τους ιδιώτες πιστωτές (κυρίως τις τράπεζες) σε διάφορα ευρωπαϊκά ταμεία διάσωσης και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δηλαδή οι Έλληνες πλέον χρωστούν τα χρήματα άμεσα σε άλλες χώρες-μέλη της ευρωζώνης. Αν η Γερμανία υποκύψει στις ελληνικές πιέσεις, τότε η ευρωζώνη θα μπορούσε να γίνει αυτό ακριβώς που πάντα φοβόταν το Βερολίνο.
Η μετάσταση στο δεύτερο σενάριο θα ήταν λιγότερο εμφανής απ' ότι στο πρώτο. Οι αποδόσεις των ισπανικών και ιταλικών ομολόγων μπορεί να μην εκτιναχθούν και μπορεί να μην πραγματοποιηθούν συσκέψεις για αντιμετώπιση της κρίσης. Όμως θα ήταν το ίδιο αληθινή.
Το πρώτο αποτέλεσμα θα μπορούσε να γίνει εμφανές στην Ισπανία, όπου το Podemos –αδελφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ- συμμετέχει στις εκλογές που θα πραγματοποιηθούν πριν το τέλος του έτους. Τελευταία το Podemos έχει κατεβάσει τους τόνους σε ότι αφορά τις απαιτήσεις του για επαναξιολόγηση του ισπανικού χρέους (97,7% του ΑΕΠ), όμως ένα αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα θα επανέφερε το θέμα στο προσκήνιο. Κόμματα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ξεπεταχτούν σε άλλες χώρες με υψηλά χρέη, όπως η Πορτογαλία και η Ιταλία, απαιτώντας παρόμοια συμφωνία. Θα είναι δύσκολο να αντισταθούν στο προηγούμενο που θα έχει δημιουργήσει η Ελλάδα.
Ακόμα πιο ανησυχητικό για τη Μέρκελ είναι ότι το σενάριο αυτό κινδυνεύει περισσότερο να μειώσει την δημοφιλία της κυβέρνησής της: ο γερμανικός πληθυσμός είναι εξαιρετικά ευαίσθητος στην όποια εξέλιξη που μοιάζει με ένα βήμα προς μια ένωση μεταβιβάσεων, κάτι που εξηγεί και την βαθιά αντιπάθεια προς την Ελλάδα.
Η άμεση πολιτική πρόκληση μπορεί να περιοριστεί από την άλλη είδηση του περασμένου σαββατοκύριακου, ότι το αντιευρωπαϊκό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία μόλις εξέλεξε ηγέτη που ενδιαφέρεται περισσότερο για το θέμα της μετανάστευσης παρά για τα οικονομικά ζητήματα. Αυτό αμβλύνει κάπως την πίεση. Αν μια ένωση μεταβιβάσεων γίνει πραγματικός κίνδυνος, όμως, η Εναλλακτική για τη Γερμανία θα μπορούσε να πάρει και πάλι τα πάνω της. Εν ολίγοις, η Μέρκελ μπορεί να καταλήξει να σώζει την ευρωζώνη, αλλά με τρόπο που δεν αρμόζει στη Γερμανία.
Έτσι, η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να βαδίσει σε τεντωμένο σκοινί. Αν είναι σκληρή προς την Ελλάδα, υποκύπτοντας στις πιέσεις του γερμανικού λαού και των πιο επιθετικών κυβερνήσεων της Ανατολικής Ευρώπης και της Ισπανίας, η Γερμανία (και η Μέρκελ) θα μπορούσαν να μείνουν στην Ιστορία ως αυτοί που έσπρωξαν την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης.
Από την άλλη πλευρά, αν ακούσει την πιο συμφιλιωτική Γαλλία και την Ιταλία, ή ακούσει τα επιχειρήματα του ΔΝΤ για ελάφρυνση του χρέους προκειμένου το ελληνικό χρέος να καταστεί βιώσιμο, κινδυνεύει να βάλει τα θεμέλια για μια μελλοντική Ευρώπη που δεν «κάνει» για τη Γερμανία. Αντιμετωπίζοντας αυτό το δίλημμα, η σοφή κίνηση είναι να επεξεργαστεί την θέση μεταξύ αυτών των σεναρίων και να την τηρήσει.
Μια τέτοια θέση θα ήταν θέση που θα βόλευε καλύτερα τη γερμανική γραμμή, θα καθιστούσε πιθανή μια συμφωνία με την Ελλάδα χωρίς να υπονομεύονται τα γερμανικά συμφέροντα.
Και αυτό είναι που βλέπουμε τους τελευταίους πέντε μήνες. Ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του έχουν επιχειρήσει διάφορες τακτικές για να αλλάξουν την θέση των πιστωτών, με το δημοψήφισμα να είναι η τελευταία τους τακτική, όμως οι πιστωτές αρνούνται να μετακινηθούν.
Υποθέτοντας πως η έκθεση του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος δεν θα άλλαζε το παιχνίδι, και πως η Γαλλία και η Ιταλία είναι απρόθυμες ή ανήμπορες να ταράξουν τα νερά τόσο ώστε να αλλάξει η στάση της Γερμανίας, τότε η Γερμανία δεν αναμένεται αλλάξει στάση. Έτσι, το μπαλάκι φαίνεται πως βρίσκεται ακόμα στο γήπεδο του Τσίπρα.