Το υπουργείο Οικονομικών ακόμη δεν έχει ανακοινώσει με λεπτομέρειες το σχέδιό του για τι πρόκεται να γίνει με τις φετινές αποδείξεις.
Το σύστημα για τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες δεν έχει ξεκινήσει καν να στήνεται ενώ ακόμη και να νομοθετηθεί αύριο η υποχρεωτική χρήση πιστωτικής κάρτας, θα χρειαστούν μήνες προετοιμασίας για να μπορέσει η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων να συλλέξει την ηλεκτρονική πληροφορία.
Τι θα γίνει τελικώς;
«Μεικτό σύστημα και φέτος στην καλύτερη περίπτωση» ή όπως είπε και χθες ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρύφωνας Αλεξιάδης, μαζεύουμε τις χάρτινες αποδείξεις και… βλέπουμε.
Αναγνωρίζοντας την απόλυτη αποτυχία του μέτρου των αποδείξεων όπως εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα –σε κάθε σπίτι υπάρχει μια… ντουλάπα αποδείξεις λόγω της υποχρεωτικής 10ετούς διατήρησης χωρίς καμία πιθανότητα ελέγχου- το υπουργείο Οικονομικών θέλει ουσιαστικά να καταγράφει ηλεκτρονικά τις συναλλαγές.
Αυτό, σκοπεύει να το κάνει με τη βοήθεια του τραπεζικού συστήματος. Συναλλαγές που πληρώνονται με μεταφορά χρημάτων από λογαριασμό σε λογαριασμό, με πιστωτική κάρτα, με χρωστική κάρτα ή μέσω e-banking αφήνουν «στίγμα» στο τραπεζικό σύστημα και έτσι μπορεί να επιβεβαιωθεί η διενέργεια της συναλλαγής, το ποσό αλλά και οι συναλλασσόμενοι.
Από την «ιδέα» όμως μέχρι την υλοποίηση υπάρχει μεγάλη απόσταση:
1. Το υπουργείο Οικονομικών δεν διαθέτει βάση δεδομένων με καταγεγραμμένους τους τραπεζικούς λογαριασμούς, τις χρεωστικές και τις πιστωτικές κάρτες του κάθε φορολογούμενου. Έτσι, ακόμη και η απλή πληροφορία (συνολικό ύψος συναλλαγών που έγιναν μέσω τράπεζας) δεν μπορεί να εντοπιστεί και να διασταυρωθεί με βάση το εισόδημα. Μάλιστα, από τις δηλώσεις που έχει κάνει μέχρι τώρα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, προκύπτει ότι η ηλεκτρονική πληροφορία που αναζητά η κυβέρνηση είναι πολύ πιο σύνθετη καθώς θέλει κατανομή της δαπάνης και κατά είδος συναλλαγής (καταναλωτικές δαπάνες, λογαριασμοί ΔΕΚΟ, δαπάνες που αφορούν σε δίδακτρα σχολείων, ιατρικές δαπάνες κλπ). Ποιος θα αναλάβει αυτό τον διαχωρισμό; Η τράπεζα, ο ίδιος ο φορολογούμενος ή το υπουργείο Οικονομικών
2. Όπως συμβαίνει κάθε φορά που ανοίγει συζήτηση για τραπεζικές συναλλαγές, έτσι και τώρα ανακύπτει το θέμα των κοινών λογαριασμών. Πώς θα μοιράζονται οι δαπάνες που αποπληρώθηκαν από έναν λογαριασμό με δύο ή περισσότερους δικαιούχους όταν προκύπτει ότι κάθε δικαιούχος κάνει και ξεχωριστή φορολογική δήλωση; Ο πατέρας πληρώνει το ενοίκιο του παιδιού του που σπουδάζει στην επαρχία μέσω κάρτας και το παιδί κάνει δική του δήλωση. Το ενοίκιο καταβάλλεται μέσω του κοινού τους τραπεζικού λογαριασμού. Ποιος θα εμφανιστεί ότι κάνει τη δαπάνη;
3. Υποτίθεται ότι το κίνητρο για τη χρήση του πλαστικού χρήματος και την πληρωμή μέσω των τραπεζικών λογαριασμών είναι η εξασφάλιση του αφορολογήτου. Όμως, με το ισχύον καθεστώς φορολόγησης, αφορολόγητο δικαιούνται μόνο οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι και μάλιστα όχι όλοι αλλά αυτοί που εμφανίζουν εισόδημα έως 42.000 ευρώ τον χρόνο. Τι θα γίνει με τους 293.000 ελεύθερους επαγγελματίες, τους 570.000 αγρότες και τους περίπου 500.000 ιδιοκτήτες μικρομεσαίων επιχειρήσεών ή τα 1,7 εκατομμύρια των φορολογουμένων που δηλώνουν εισοδήματα από ενοίκια; Αυτοί για τους οποίους δεν υπάρχει αφορολόγητο, δεν θα υποχρεούνται στις ηλεκτρονικές συναλλαγές;
4. Πότε θα ξεπεραστούν οι τεχνικές δυσκολίες με την έλλειψη συσκευών ανάγνωσης πιστωτικών καρτών, με τις υψηλές προμήθειες, με τις αυτόματες κατασχέσεις που μπορεί πλέον να κάνει η εφορία σε επαγγελματικούς τραπεζικούς λογαριασμούς κλπ;
Σε επίπεδο «ρητορικής» έχουν ήδη αρχίσει να συζητούνται εξαιρέσεις οι οποίες αφορούν πότε τους κατοίκους απομακρυσμένων και νησιωτικών περιοχών και πότε τα άτομα μεγάλης ηλικίας. Όσοι εξαιρεθούν, δεν θα μείνουν μακριά από το κυνήγι της απόδειξης, απλώς δεν θα χρειάζεται η πληρωμή να έχει γίνει μέσω τραπεζικού συστήματος.
Σε πολύ μεγάλο πονοκέφαλο έχει εξελιχθεί για το υπουργείο Οικονομικών και ο μαθηματικός τύπος που θα «βγάζει» την αξία των συναλλαγών που θα πρέπει να πληρώνονται ηλεκτρονικά.
Η κυβέρνηση θέλει να ρίξει το βάρος σε συναλλαγές που θεωρούνται ύποπτες για φοροδιαφυγή. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού διαθέτει το μεγαλύτερο κομμάτι του εισοδήματός του σε δαπάνες που δεν είναι ύποπτες για φοροδιαφυγή καθώς:
1. Πληρώνει δάνεια στις τράπεζες ή ενοίκιο στον ιδιοκτήτη
2. Καταβάλλει φόρους (εισόδημα, τέλη κυκλοφορίας, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ κλπ)
3. Αγοράζει είδη πρώτης ανάγκης κυρίως από supermarket
4. Πληρώνει λογαριασμούς (ΔΕΗ, σταθερό, κινητό κλπ).
Αν οι συναλλαγές υπολογιστούν ως τμήμα του εισοδήματος και συμπεριληφθούν και οι δαπάνες που προαναφέρθηκαν, πάντοτε θα απομένει ένα μικρό «τμήμα» του εισοδήματος το οποίο θα επιτρέπει στον φορολογούμενο να πληρώνει με «μαύρα» τις ύποπτες συναλλαγές.
Αν εξαιρεθούν οι συναλλαγές που προαναφέρθηκαν, θα υπάρξουν νοικοκυριά που θα δυσκολευτούν υπέρμετρα να καλύψουν το όριο που θα τους τεθεί. Είναι λίγα τα νοικοκυριά που διαθέτουν όλο το εισόδημά τους μόνο για τα δάνεια, τους λογαριασμούς, τους φόρους και τα supermarket;
fpress.gr