Σύγχυση και ανησυχία σε χιλιάδες εργαζομένους ασφαλισμένους με δελτίο παροχής υπηρεσιών έχουν προκαλέσει οι διατάξεις του πρόσφατου ασφαλιστικού νόμου.
Η πρόβλεψη υποχρέωσης για τον εργοδότη να καταβάλει τα 2/3 των εισφορών των ασφαλισμένων με δελτίο παροχής υπηρεσιών, για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους θα προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα, παρά την αρχική ανακούφιση που προκάλεσε στους εργαζομένους, φαίνεται πως πρακτικά, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα εφαρμογής.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα «Καθημερινή», ήδη στα λογιστήρια μεγάλων επιχειρήσεων οι διατάξεις των άρθρων του Ν. 4387/2016 που αφορούν την ασφάλιση των ατόμων με «μπλοκάκι» αποτελούν… σπαζοκεφαλιά. Οι απορίες είναι πολλές και εύλογες. Για παράδειγμα, χρησιμοποιείται ο όρος «διαρκής σχέση παροχής υπηρεσιών» που δεν υφίσταται στην εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία, μέχρι σήμερα.
Ο χρόνος πιέζει, καθώς στο σύνολό τους οι αλλαγές αναμένεται να τεθούν σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2017. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο γνωστός δικηγόρος και εκδότης του περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ» Δημήτρης Μπούρλος, ήδη τα ερωτήματα των επιχειρήσεων είναι πολλά και εύλογα, όπως για παράδειγμα, τι γίνεται εάν κατά τη διάρκεια της χρονιάς, κάποιος ελεύθερος επαγγελματίας με δύο εργοδότες που καλύπτουν και οι δύο τα 2/3 των εισφορών, κόψει δελτίο παροχής υπηρεσιών και σε κάποιον τρίτο. Επίσης, πως μπορεί ο εργοδότης-λήπτης των τιμολογίων να υπολογίζει το ύψος των εισφορών που οφείλει να καταβάλει ιδίως κατά τους μήνες που προηγούνται της εκκαθάρισης της φορολογικής τους δήλωσης. Τα κενά του νόμου είναι πολλά και πρέπει άμεσα να διευκρινιστούν με εγκυκλίους από το αρμόδιο υπουργείο Εργασίας αλλά και το υπουργείο Οικονομικών, καθώς πολλές ασφαλιστικές διατάξεις έρχονται σε αντιδιαστολή με διατάξεις του κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Η «Καθημερινή» με τη βοήθεια του κ. Μπόυρλου, παρουσιάζει τα σημεία του νόμου που είναι τα πλέον ξεκάθαρα, καθώς και τα θολά σημεία που χρήζουν διελεύκανσης.
Τα ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών όσων ανεξάρτητα απασχολουμένων αντιμετωπίζονται ως μισθωτοί
Κλάδος κύριας σύνταξης 20%, το οποίο κατανέμεται κατά 6,67% στον ασφαλισμένο και κατά 13,33% στον εργοδότη
Υγειονομική περίθαλψη 7,1%, το οποίο κατανέμεται κατά 6,45% σε είδος, εκ του οποίου 2,15% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 4,30% τον εργοδότη και 0,65% για παροχές σε χρήμα, εκ του οποίου 0,40% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 0,25% τον εργοδότη
Επικουρική ασφάλιση 7%, (3,5% εργοδότης και 3,5% εργαζόμενος) για το χρονικό διάστημα από 1.6.2016 και μέχρι την 31/5/2019.
Αναλυτικά, ως μισθωτοί ως προς τον τρόπο, τη βάση υπολογισμού των εισφορών και το ανώτατο όριο μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών, αντιμετωπίζονται τα πρόσωπα για τα οποία θεσπίζεται το τεκμήριο παροχής εξαρτημένης εργασίας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή και άλλα πρόσωπα ασφαλιστέα λόγω ιδιότητας ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών.
Υπόχρεος για την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους περιοδικά έναντι παροχής.
Για όλα τα υπόλοιπα, εφαρμόζονται και γι’ αυτούς οι πάσης φύσεως διατάξεις περί εισφορών του ΙΚΑ.
Η χρήση του όρου «διαρκής σχέση παροχής υπηρεσιών» σύμφωνα με τον κ. Μπουρλο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αφορά την παροχή υπηρεσιών κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο τουλάχιστον κατά τη διάρκεια ενός έτους και τουλάχιστον προς ένα εργοδότη. Όμως υπάρχει η πιθανότητα μια τέτοια σχέση να υφίσταται προς περισσότερους του ενός εργοδότες.
Και τότε προκύπτει το ερώτημα, μέχρι πόσους εργοδότες μπορεί να αφορά μέσα στη χρονική βάση αναφοράς (πχ. Έτος).
Πηγή: Καθημερινή