ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Μίχαλος: Πλήγμα στον τουρισμό η υπερφορολόγηση των νησιών

Τη δυσμενή κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα νησιά και ο τουρισμός, μετά την αύξηση της φορολογίας και την κατάργηση των φορολογικών προνομίων από την κυβέρνηση, επισημαίνει σε συνέντευξή του πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Μίχαλος. 

 

 

Μιλώντας στη Δημοκρατική Ρόδου, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητητρίων Ελλάδος, επισημαίνει ότι:

Οι ειδικές ρυθμίσεις που ίσχυαν ως τώρα για τα νησιά, δεν ήταν προνόμιο. Ήταν απαραίτητο κίνητρο για την εγκατάσταση και την επιβίωση των επιχειρήσεων στα νησιά, να στηριχθούν οι τοπικές οικονομίες απέναντι στις ανισότητες που δημιουργεί η απόσταση, η δυσκολία πρόσβασης και το μικρό μέγεθος της αγοράς.  Τώρα αυτές οι ρυθμίσεις καταργούνται και προστίθενται νέες επιβαρύνσεις, που πλήττουν τη βασική πηγή ανάπτυξης των νησιών – αλλά και της ελληνικής οικονομίας – που είναι ο τουρισμός.

Ο Κωνσταντίνος Μίχαλος αναφέρεται, παράλληλα, στις επιπτώσεις, που όπως επισημαίνει εντοπίζονται ήδη:

…στη ζωή των νησιωτών, αλλά και στην κατανάλωση των τουριστών, καθώς όλα τα αγαθά είναι τουλάχιστον 40% πιο ακριβά σε σχέση με την ηπειρωτική χώρα, ενώ τα έσοδα στις τουριστικές περιοχές, μειωμένα κατά το ίδιο ποσοστό. Η Πολιτεία, αντί να φορολογεί, οφείλει να στηρίξει ουσιαστικά και έμπρακτα τους νησιώτες και να δώσει κίνητρα.

Σε ανάρτησή του στο Facebook έγραψε:

Ολόκληρη η συνέντευξη στη dimokratiki.gr:

Ο κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, είναι από τον Μάρτιο του 2012 πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, και από το 2006 πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (θέση στην οποία επανεξελέγη το Δεκέμβριο του 2011). Έχει ένα πολύ πλούσιο βιογραφικό και μεγάλη πείρα τόσο στον ιδιωτικό τομέα όσο και στον δημόσιο, καθώς διετέλεσε ειδικός σύμβουλος του Υπουργείου Ανάπτυξης, γενικός γραμματέας στο Υπουργείο Οικονομίας & Οικονομικών, μέλος των Δ.Σ. σε ΔΕΗ και ΟΤΕ.
Σήμερα, μιλάει στην «δ» για την οικονομική κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, για τον αναπτυξιακό νόμο, για την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις αλλά και την μεταφορά έδρας πολλών ελληνικών επιχειρήσεων σε άλλες χώρες. Ειδικά για το φορολογικό ‘τίμημα’ που πλήρωσαν τα νησιά –και κυρίως η Ρόδος- ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ λέει κατηγορηματικά ότι: «Οι ειδικές ρυθμίσεις που ίσχυαν ως τώρα για τα νησιά, δεν ήταν προνόμιο αλλά δικαίωμα των νησιωτών»….
Η συνέντευξη αναλυτικά:
• Κύριε Μίχαλε, κλείσαμε πάνω από ένα χρόνο με μια οικονομία η οποία λειτουργεί υπό αδιανόητες συνθήκες (capital controls, έλλειψη ρευστότητας, δυσβάστακτη φορολογία, συνεχή λουκέτα κλπ). Θα ήθελα ένα πρώτο σχόλιο από εσάς.
Η χρονιά που πέρασε ήταν πράγματι εφιαλτική για την αγορά και δυστυχώς οι δυσκολίες συνεχίζονται. Ο περιορισμός της αβεβαιότητας σε σχέση με το 2015 δεν αρκεί για να βγούμε από την κρίση. Για να μπορέσει να ορθοποδήσει η οικονομία, για να μπορέσει να παράγει και πάλι πλούτο ώστε να βελτιωθεί το εισόδημα και το επίπεδο ζωής των πολιτών, χρειάζονται κεφάλαια και επενδύσεις. Χρειάζεται ένας υγιής ιδιωτικός τομέας, που με τη σειρά του έχει ανάγκη από ένα οργανωμένο, σταθερό και βιώσιμο επιχειρηματικό περιβάλλον. Δυστυχώς, αυτές οι συνθήκες δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί. Αντίθετα, με την εφαρμογή των νέων φορολογικών μέτρων, το έδαφος για την επιχειρηματικότητα γίνεται όλο και πιο άγονο.
• Πιστεύετε ότι ο Αναπτυξιακός Νόμος κινείται προς την σωστή κατεύθυνση για να καλύψει και να βελτιώσει τις ανάγκες που έχει η ελληνική οικονομία;
Κατ’ αρχήν είναι σημαντικό ότι επιτέλους, μετά από αναμονή 15 μηνών, ήρθε επιτέλους ένας αναπτυξιακός νόμος. Ο οποίος ασφαλώς έχει θετικά χαρακτηριστικά, αλλά για να φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα στην αγορά και στην οικονομία, χρειάζεται σημαντικές βελτιώσεις.
Κυρίως, πρέπει να καταργηθεί το άρθρο 77, το οποίο αναφέρεται στις προκαταβολές των προηγούμενων αναπτυξιακών νόμων. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι δικαιούχοι θα πρέπει να περιμένουν μέχρι και επτά χρόνια, για να εισπράξουν την ενίσχυσή τους. Η ρύθμιση αυτή δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην αγορά, με δεδομένο μάλιστα ότι πολλές επιχειρήσεις είχαν εκχωρήσει τις επιχορηγήσεις αυτές στις τράπεζες. Οι συνέπειες όμως δεν πλήττουν μόνο τις ενταγμένες επιχειρήσεις, αλλά και την εικόνα της Ελλάδας, ως επενδυτικού προορισμού. Σε μια εποχή που η χώρα χρειάζεται ιδιωτικά κεφάλαια για να βγει από την ύφεση, το ελληνικό κράτος δίνει ένα μήνυμα αναξιοπιστίας και έλλειψης συνέχειας.
Σε κάθε περίπτωση, ο αναπτυξιακός νόμος δεν αρκεί για να κινητοποιήσει το αναπτυξιακό άλμα που χρειάζεται η Ελλάδα. Για να επιστρέψει η οικονομία στα προ κρίσης επίπεδα, θα χρειαστούν στα επόμενα χρόνια επενδύσεις άνω των 100 δισ. ευρώ. Από τον αναπτυξιακό νόμο διατίθενται μόλις 1 δις ευρώ για τη χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων, ενώ τα υπόλοιπα 2,5 δις θα κατευθυνθούν στην αποπληρωμή παλαιών υποχρεώσεων. Θα έπρεπε, λοιπόν, να παρέχονται μια σειρά από άλλα κίνητρα, κυρίως φορολογικά, στις επιχειρήσεις που επενδύουν, όπως είναι η πρακτική σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εδώ αυτό δεν ισχύει, αντίθετα, η επιχειρηματική δραστηριότητα επιβαρύνεται με όλο και υψηλότερους φόρους.
• Μετά την ψήφιση του φορολογικού – ασφαλιστικού νομοσχεδίου, τα μέτρα γίνονται ακόμη πιο δυσβάστακτα και κυρίως για τις Μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Τελικώς, υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ για το ‘επιχειρείν’ που βάλλεται πανταχόθεν και έχει να αντιμετωπίσει πλείστα όσα προβλήματα;
Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι τα αποσπασματικά μέτρα εισπρακτικού χαρακτήρα, όπως αυτά που εφαρμόζονται τώρα, όχι μόνο δεν λύνουν το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, αλλά αντίθετα το οξύνουν. Αποδεδειγμένα, κάθε αύξηση φόρου στην ήδη υπέρμετρη φορολόγηση που υφίστανται επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα καλλιεργεί το έδαφος για αύξηση των κρουσμάτων φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής.  Σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις συνολικά επιβαρύνονται με φόρους που φθάνουν το 52% των εσόδων τους. Και δυστυχώς, τα μέτρα που προωθήθηκαν και προωθούνται επέφεραν και θα συνεχίσουν να επιφέρουν νέες μεγάλες επιβαρύνσεις, όπως για παράδειγμα η αύξηση κατά 50% του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων, που διαμορφώνεται πλέον στο 15%, από 10% που ισχύει σήμερα. Καταστροφική για την ελληνική οικονομία και την αγορά θα αποβεί και η αύξηση του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ από το 23% στο 24%. Η αύξηση αυτή του ΦΠΑ θα δώσει τη χαριστική βολή στην αγορά, καθώς θα επιφέρει αυξήσεις τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες, ακόμη και των καθημερινών αναγκών των νοικοκυριών σε μια περίοδο κατακόρυφης πτώσης της αγοραστικής κίνησης.
Ενώ, αν συνυπολογιστούν και οι  διατάξεις του ασφαλιστικού με τις οποίες αυξήθηκαν και οι εργοδοτικές εισφορές,  επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο  το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Απόδειξη άλλωστε αποτελούν και τα αποτελέσματα της έρευνας του τελευταίου Οικονομικού Βαρόμετρου του ΕΒΕΑ, σύμφωνα με τα οποία 7 στους 10 δηλώνουν αδυναμία να εκπληρώσουν τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους.
• Μέσα σε ένα τέτοιο οικονομικό – φορολογικό – πολιτικό ασταθές περιβάλλον, εκτιμάτε πως μπορούν να γίνουν σοβαρές επενδύσεις σε αυτή την χώρα;
Το τελευταίο διάστημα προωθείται η άποψη ότι με τη λήξη της εκκρεμότητας όσον αφορά την αξιολόγηση, θα ανοίξει διάπλατα ο δρόμος της ανάπτυξης και των επενδύσεων. Η άποψη αυτή είναι τουλάχιστον υπεραισιόδοξη. Για να εμπιστευθούν τα κεφάλαιά τους στη χώρα, οι επενδυτές χρειάζονται συγκεκριμένες συνθήκες. Μια από τις κυριότερες είναι ένα σταθερό και ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, το οποίο θα τους επιτρέπει να προγραμματίζουν και να προϋπολογίζουν το κόστος της επένδυσής τους, με μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα. Ζητούν μείωση της γραφειοκρατίας, ένα απλούστερο και σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο, αλλά και μια δημόσια διοίκηση η οποία – στη βάση αυτού του πλαισίου – θα λαμβάνει και εφαρμόζει αποφάσεις με διαφάνεια, με ορθολογισμό και αποτελεσματικότητα. Ζητούν ένα σύστημα δημοσίων υποδομών και επενδύσεων, οι οποίες υποστηρίζουν την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όπως μεταξύ άλλων οι υποδομές σε ψηφιακά δίκτυα και μεταφορές. Τέλος, οι επενδυτές ζητούν κυβερνήσεις οι οποίες πιστεύουν πραγματικά στις ιδιωτικές επενδύσεις και στις μεταρρυθμίσεις που αυτές απαιτούν και δεν τις αντιμετωπίζουν ως «πικρό ποτήρι». Μέχρι να διαμορφωθούν αυτές οι συνθήκες, δύσκολα θα προσελκύσουμε τις μεγάλες επενδύσεις που έχει ανάγκη ο τόπος.
• Φαίνεται ότι οι αποκρατικοποιήσεις – τις οποίες ο Σύριζα ως αντιπολίτευση εμπόδιζε συστηματικά – αρχίζουν να προχωρούν. Εκτιμάτε ότι θα αποφέρουν θετικά αποτελέσματα; Και τι γίνεται με αυτό το Υπερ-Ταμείο που θα διαχειρίζεται την δημόσια περιουσία για…. 99 χρόνια;
Ασφαλώς και μπορούν οι αποκρατικοποιήσεις να φέρουν θετικά αποτελέσματα. Τα Περιφερειακά Αεροδρόμια μπορούν να γίνουν πόλοι τοπικής ανάπτυξης. Το Ελληνικό να προσελκύσει χιλιάδες τουρίστες στην Αθήνα 12 μήνες το χρόνο. Χρειαζόμαστε 10 μεγάλα πρότζεκτ σαν και το Ελληνικό για να ελπίζουμε ότι υπάρχει μέλλον σε αυτή την χώρα.
Σαφώς και θα πρέπει οι αποκρατικοποιήσεις να προχωρήσουν σε πλαίσιο διαφάνειας, με ξεκάθαρους και αυστηρούς όρους για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. Όμως, πρέπει να απαγκιστρωθούμε και από τη λογική που ταυτίζει την εμπλοκή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας με ξεπούλημα. Το μεγαλύτερο ξεπούλημα είναι η απαξίωση της δημόσιας περιουσίας και το να αφήνουμε υποδομές που οι πολίτες έχουν πληρώσει με τους φόρους τους, να ρημάζουν και να καταρρέουν. Είναι το να στερούμε από τις τοπικές κοινωνίες έσοδα, ευκαιρίες και θέσεις εργασίας, αντί να αξιοποιούμε τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητές τους.
• Κύριε πρόεδρε όλο και αυξάνεται το ενδιαφέρον μεγάλου αριθμού ελληνικών επιχειρήσεων για μεταφορά έδρας σε άλλες χώρες με χαμηλότερη φορολογία και φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Πώς το βλέπετε αυτό;
Οι Έλληνες επιχειρηματίες βρίσκονται μέσα σε έναν απίστευτο κλοιό φορολογικής εξόντωσης, αλλά και οικονομικής ασφυξίας μετά και την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.  Για το λόγο αυτό, για την επιβίωσή τους, ολοένα και περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις επιχειρούν να βρουν διεξόδους στις γειτονικές χώρες. Έχουν ακουστεί διάφορα νούμερα για το φαινόμενο αυτό. Ακριβείς αριθμούς δεν μπορεί να έχει κανένας, είναι όμως γεγονός ότι με την ευκολία που υπάρχει πλέον, είναι πολλοί οι επιχειρηματίες που μεταναστεύουν. Προ δύο ετών ήταν πιο κοστοβόρος η όλη διαδικασία μεταφοράς φορολογικής έδρας στο εξωτερικό και ακόμη υπήρχε ο παράγων ελπίδα μεταξύ των Ελλήνων επιχειρηματιών. Σήμερα, επειδή έχει απλοποιηθεί η διαδικασία εκ μέρους των βαλκανικών χωρών, είναι πολύ πιο εύκολο, ενώ παρατηρούνται ολοένα και περισσότερες συνεργασίες μεταξύ ελληνικών εταιρειών και ξένων τραπεζικών ιδρυμάτων, ιδίως στη Βουλγαρία και την Κύπρο.
Ο συνδυασμός αυτός, της μεταφοράς δηλαδή, της φορολογικής έδρας ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό και της προσφυγής τους σε ξένες τράπεζες αντί για τις εγχώριες, δημιουργεί ένα εκρηκτικό αρνητικό μείγμα σε ό,τι αφορά την ομαλή λειτουργία της αγοράς, της οικονομίας και της ευρύτερης κοινωνίας. Διότι αν συνεχίσει να υπάρχει μεγάλη μετανάστευση, θα μειωθούν ακόμα περαιτέρω τα φορολογικά έσοδα της χώρας, και αν τα χρήματα των επιχειρήσεων διοχετεύονται σε ξένα τραπεζικά συστήματα, στην ουσία καθηλώνεται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
• Τα νησιά (και ειδικά η Ρόδος) ‘πλήρωσαν’ το φορολογικό τίμημα με κατάργηση ειδικών μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, με αύξηση στον τουριστικό φόρο και μια σειρά από άλλα μέτρα. Τι θα λέγατε στους νησιώτες;
Οι ειδικές ρυθμίσεις που ίσχυαν ως τώρα για τα νησιά, δεν ήταν προνόμιο. Ήταν απαραίτητο κίνητρο για την εγκατάσταση και την επιβίωση των επιχειρήσεων στα νησιά. Εξυπηρετούσαν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη έννοια της νησιωτικότητας, για να στηρίξουν τις τοπικές οικονομίες απέναντι στα προβλήματα και στις ανισότητες που δημιουργεί – σε σχέση με την ηπειρωτική Ελλάδα – η απόσταση, η δυσκολία πρόσβασης και το μικρό μέγεθος της αγοράς.  Τώρα αυτές οι ρυθμίσεις καταργούνται και προστίθενται νέες επιβαρύνσεις, που πλήττουν τη βασική πηγή ανάπτυξης των νησιών – αλλά και της ελληνικής οικονομίας – που είναι ο τουρισμός. Η Πολιτεία, αντί να φορολογεί ό,τι έχει μείνει ακόμα να παράγει σε αυτό τον τόπο, οφείλει να στηρίξει ουσιαστικά και έμπρακτα τους νησιώτες. Πρέπει να δώσει φορολογικά και άλλα κίνητρα, να διαμορφώσει ευνοϊκότερα πλαίσια. Δεν πρόκειται για χάρη, αλλά για δικαίωμα των νησιωτών. Και ως Επιμελητηριακή Κοινότητα είμαστε αποφασισμένοι να το υπερασπιστούμε, διεκδικώντας συγκεκριμένα μέτρα.