ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Στοιχεία -σοκ από τη ΓΣΕΕ: Μακροχρόνια άνεργοι το 72,2%

H ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, συμπιέζει το εισόδημα των νοικοκυριών επηρεάζοντας αρνητικά τη φοροδοτική τους ικανότητα, υπογραμμίζει μεταξύ άλλων το ΙΝΕ ΓΣΕΕ.

 

 

Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ δίνει στη δημοσιότητα την 1η ενδιάμεση Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση για το 2016, η οποία αναλύει τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες στην οικονομία της χώρας κατά τη διάρκεια του έτους.

Συγκεκριμένα η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Επιστημονικό Δ/ντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Γιώργο Αργείτη ανέλυσαν τις επιπτώσεις της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στις μακροοικονομικές επιδόσεις της χώρας, τη συνεχιζόμενη δυναμική απόκλισης του βιοτικού επιπέδου της Ελλάδας από τον μέσο όρο της ΕΕ, την εύθραυστη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική δομή της οικονομίας, το υψηλό έλλειμμα ρεαλισμού της στρατηγικής της εσωτερικής υποτίμησης να διασφαλίσει τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα εξαγωγικό και/ή επενδυτικό μοντέλο μεγέθυνσης, όπως επίσης και την κατάσταση στην αγορά εργασίας.

Η παρούσα Ενδιάμεση Έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση αξιολογεί την πορεία της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2016 ως μέρος του ευρύτερου χρονικού πλαισίου της κρίσης χρέους και της οικονομικής κρίσης. Υποστηρίζεται ότι η συνέχιση της ασκούμενης πολιτικής έχει φτάσει στα όριά της, έχοντας επιφέρει δραματικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, στην απασχόληση, στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και στην κοινωνική συνοχή.

Ανάμεσα στα βασικά συμπεράσματα της Έκθεσης είναι τα εξής:

  • Το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει αβέβαιο και ασταθές ως αποτέλεσμα των μετασχηματισμών που έχουν γίνει στα χρόνια της κρίσης και κυρίως της δραματικής αποεπένδυσης. Η σημαντική πλέον απόκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ αποκτά ανησυχητικές οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις.
  • Η ασκούμενη πολιτική λιτότητας εξακολουθεί να υπονομεύει τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και τη βιωσιμότητα του χρέους. Η μείωση του πιστωτικού ρίσκου της χώρας και συνεπώς του κόστους δανεισμού, όπως και η πιθανότητα εξόδου της χώρας για δανεισμό στις ιδιωτικές αγορές, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων σε συνθήκες διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής σταθερότητας. Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ίσως διευκολύνει την έξοδο στις αγορές, δεν προσδιορίζει όμως τη φερεγγυότητα της χώρας.
  • Η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, συμπιέζει το εισόδημα των νοικοκυριών επηρεάζοντας αρνητικά τη φοροδοτική τους ικανότητα και τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Αυτό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα.
  • Αναλύοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας παρατηρούμε ότι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας κατά ηλικιακή κατηγορία εμφανίζεται στους νέους 15-24 ετών (49,1%), ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας σημαντικά υψηλότερο έναντι των ανδρών (27,6% έναντι 19,4%). Η μακροχρόνια ανεργία ανέρχεται σε 72,2% του συνόλου των ανέργων. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων έχει προκαλέσει τη σταθερή άνοδο της μερικής απασχόλησης, τη χειροτέρευση βασικών δεικτών προστασίας της απασχόλησης και τη δραματική αύξηση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ). Ο δε νομοθετημένος κατώτατος μισθός ο οποίος είναι χαμηλότερος του 60% της διαμέσου των μισθών ουσιαστικά θεσμοθετεί έναν «μισθό φτώχειας» σύμφωνα με τον δείκτη Kaitz.