Όταν οι αστυνομικοί ειδοποιήθηκαν, στα μέσα Ιανουαρίου του 1963, να σπεύσουν στα Άνω Λιόσια γιατί σε ένα τροχόσπιτο γίνονταν επεισόδια, δεν φαντάστηκαν πως θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα αποτρόπαιο θέαμα. Όταν έφτασαν είδαν δυο γυναίκες να κείτονται νεκρές μέσα σε μια λίμνη αίματος, ενώ μια ακόμη νεαρή κοπέλα, βαριά τραυματισμένη, καλούσε σε βοήθεια.
Οι τρεις γυναίκες είχαν δεχθεί επίθεση με μαχαίρι και οι δυο απ' αυτές δεν κατάφεραν να γλυτώσουν από τη μανία του δράστη που τις χτύπησε μέχρι θανάτου.
Δράστης, του τριπλού εγκλήματος, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν ο ιδιοκτήτης του τροχόσπιτου Δ. Α., ο οποίος εργαζόταν ως επισκευαστής γκαζιέρων. Εκτός εαυτού ο άνδρας επιτέθηκε και σκότωσε με μαχαίρι την πεθερά και την κουνιάδα του, ενώ τραυμάτισε σοβαρά τη σύζυγο του.
Ο Δ. Α. συνελήφθη και μιλώντας στους αστυνομικούς δεν αρνήθηκε ότι ήταν υπεύθυνος για το μακελειό. Δικαιολογήθηκε, όμως, πως βρισκόταν σε άμυνα καθώς οι τρεις γυναίκες, όπως ισχυρίστηκε, του είχαν επιτεθεί με ξύλα. Είχε προηγηθεί καβγάς μεταξύ του ζευγαριού, καθώς ο Δ. Α. ζητούσε από τη σύζυγο του να χωρίσουν και εκείνη αρνιόταν… Η μητέρα και η αδελφή της προσπάθησαν να τη βοηθήσουν, αλλά τα πράγματα βγήκαν εκτός ελέγχου και το κακό δεν άργησε να γίνει.
Το Μάιο του 1963, ο Δ. Α. κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου κατηγορούμενος για το διπλό φονικό, αλλά και για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος της συζύγου του.
Μάρτυρες κατηγορητηρίου και υπεράσπισης κατέθεσαν, ενώπιον του δικαστηρίου, τη δική τους αλήθεια για τον δράστη και τη ζωή του με τη σύζυγο του. Οι μεν ισχυρίστηκαν πως ο κατηγορούμενος κακομεταχειριζόταν τη σύζυγο του, ενώ οι δε, ότι ήταν «ένας θεοσεβούμενος άνθρωπος κι όχι βάρβαρος, όπως θέλησαν να τον παρουσιάσουν».
«Εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, η σύζυγός μου με απατούσε»
Όταν έφτασε η ώρα της απολογίας, ο Δ. Α. έκανε λόγο για κακιά στιγμή και ισχυρίστηκε πως, τον τελευταίο καιρό, εκείνος και η σύζυγος του καβγάδιζαν συνεχώς. Η σχέση τους, είπε απολογούμενος, είχε φτάσει στα άκρα καθώς εκείνη τον απατούσε.
«Εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού σε αντίθεση με τη σύζυγο μου η οποία αμέσως μετά το γάμο μας άρχισε να με απατά με τον πρώην μνηστήρα της», ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος και υποστήριξε πως δεν μπορούσε να ανεχτεί αυτή την κατάσταση και αποφάσισε να διαλύσει το γάμο τους.
Την μοιραία ημέρα ανακοίνωσε στη σύζυγο του την απόφαση του και, όπως ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος, την ώρα που συζητούσαν το θέμα εκείνη τον ειρωνευόταν συνεχώς. Τελικά, μετά από πολλές συζητήσεις, η σύζυγος του ξεκαθάρισε πως δεν ήταν διατεθειμένη να του δώσει διαζύγιο. Τα αίματα άναψαν και στη συζήτηση επενέβησαν, όπως είπε, η μητέρα και η αδελφή της οι οποίες στη συνέχεια μαζί με τη σύζυγό του, του επιτέθηκαν και άρχισαν να τον χτυπούν με ξύλα. «Έχασα την ψυχραιμία μου και εκτός εαυτού πλέον έβγαλα από την τσέπη μου το σουγιά και τους επιτέθηκα», είπε απευθυνόμενος στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος.
Τα ξημερώματα της 25ης Μαΐου του 1963, οι ένορκοι έκριναν ένοχο τον κατηγορούμενο Δ. Α. για το τριπλό έγκλημα, αλλά δέχτηκαν το ελαφρυντικό του βρασμού ψυχικής ορμής.
Ο Δ. Α. καταδικάστηκε για τη δολοφονία της κουνιάδας του σε κάθειρξη 20 ετών. Για τον φόνο της πεθεράς του, του επιβλήθηκε ποινή 14 ετών, ενώ για την απόπειρα ανθρωποκτονίας της συζύγου του κάθειρξη 7 ετών. Τελικά, το δικαστήριο του επέβαλε, κατά συγχώνευση, ποινή κάθειρξης 20 ετών.