Είναι ίσως το πιο δημοφιλές σνακ παγκοσμίως, με την «παρουσία» του να είναι σχεδόν… επιβεβλημένη, ειδικά στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Ο λόγος για το ποπ κορν, τους καβουρντισμένους κόκκους καλαμποκιού, που πριν γίνουν «απαραίτητο» συστατικό για την απόλαυση μιας ταινίας, ήταν μια από τις πιο αγαπημένες συνήθειες των ανθρώπων των σπηλαίων, όπως επιβεβαιώνεται από αρχαιολογικά ευρήματα, με το παλαιότερο να χρονολογείται χιλιάδες χρόνια πριν. Στο Μεξικό για παράδειγμα, υπάρχουν ευρήματα που αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος απολάμβανε ποπ κορν περί το 3.600 πΧ.
Πάντως ο δυτικός κόσμος «χρωστά» την συγκεκριμένη απόλαυση στον Quadequina, έναν Ινδιάνο της φυλής Wampanoag, ο οποίος «σύστησε» το συγκεκριμένο σνακ σε Άγγλους αποίκους.
Σύμφωνα με αυτή την θεωρία, το 1630, όταν οι Άγγλοι άποικοι γιόρταζαν για πρώτη φορά τις «Ευχαριστίες» επί αμερικανικού εδάφους, ο Quadequina, τους πήγε σαν δώρο, ένα σακί γεμάτο με ποπ κορν. Όσοι το δοκίμασαν εντυπωσιάστηκαν με την γεύση της ιδιαίτερης αυτής λιχουδιάς και ζήτησαν από τον Quadequina να τους εξηγήσει με ποια τεχνική παρασκευάζεται.
Αναφορές υπάρχουν και από Γάλλους εξερευνητές που έφθασαν στην αμερικανική ήπειρο και όπως περιγράφουν, έβλεπαν τους Ινδιάνους της φυλής Iroquois να παρασκευάζουν ποπ κορν σε ένα κεραμικό σκεύος, το οποίο ήταν τοποθετημένο σε καυτή άμμο.
Ο ενθουσιασμός των Ευρωπαίων για το συγκεκριμένο σνακ ήταν τεράστιος και οι γυναίκες το σέρβιραν ακόμη και για πρωινό στην οικογένειά τους, συνοδευόμενο με ζάχαρη ή κρέμα. Να σημειωθεί ότι η αλμυρή εκδοχή του ποπ κορν εμφανίστηκε στα μισά του Β Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η ζάχαρη ήταν είδος… πολυτελείας, οπότε η γλυκιά συνήθεια υπέστη την μετατροπή με την οποία την απολαμβάνουμε εμείς σήμερα.
Το ποπ κορν άρχισε να διαδίδεται ραγδαία τον 19ο αιώνα, με τους Αμερικανούς να το αγοράζουν μανιωδώς από υπαίθριους πωλητές σε πάρκα, φεστιβάλ, πανηγύρια, ώσπου κέρδισε μόνιμα την θέση του στο τραπέζι της Ημέρας των Ευχαριστιών, όπου έχει πια περίοπτη θέση, όπως άλλωστε και στους κινηματογράφους.