Τρία σημαντικά στοιχεία προκύπτουν από την έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ για την Ελλάδα.
Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα παρά τα σημάδια βελτίωσης των μακροοικονομικών δεικτών πάνω από 70% των νέων θέλουν να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό, το 51% των νοικοκυριών στηρίζεται σε συντάξεις παρά τις επιμέρους περικοπές και 3 στους 4 ανέργους βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας.
ΕΙΣΟΔΗΜΑ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ
Οριακή βελτίωση παρατηρείται αναφορικά με την εισοδηματική κινητικότητα. Πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά (34,2%) δηλώνει ότι διαβιώνει με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που βρίσκεται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα (έως 10.000 ευρώ ).
Το 62,4% των νοικοκυριών παρουσίασε μείωση των εισοδημάτων το 2017 σε σχέση με το 2016, αλλά και ένα αυξανόμενο ποσοστό (35,6% έναντι 22,2% στην έρευνα 2016) δηλώνει σταθεροποίηση της εισοδηματικής του κατάστασης. Η γενικότερη κάμψη που παρατηρείται στα εισοδήματα αντανακλάται και από τα ετήσια στοιχεία που δημοσιεύει το ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ όπου για το 2017 ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανήλθε στα 1021,13 ευρώ ελαφρώς χαμηλότερος σε σχέση με το 2016 όπου ήταν στα 1057,21 ευρώ.
Σαφέστατη είναι η τάση διεύρυνσης της ανισότητας υπέρ των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων (στην κατηγορία άνω των 30.000 ευρώ παρουσιάζεται αύξηση στο 14,1% του πληθυσμού). Ιδιαίτερα ευάλωτα είναι τα νοικοκυριά που έχουν ένα άνεργο στο νοικοκυριό. Επιπρόσθετα, είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο το 3,1% του πληθυσμού καταφέρνει να αποταμιεύσει. Σε πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (Ιούλιος 2017), επισημαίνεται ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν απολέσει το 26% του εισοδήματος και το 37,5% της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων μετά την έναρξη της κρίσης.
Το 14,6% των νοικοκυριών δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, εύρημα που σχετίζεται με το ποσοστό ακραίας φτώχειας που σημειώνεται στη χώρα (το οποίο υπολογίζεται στο 40% του ενδιάμεσου εισοδήματος, ΕΛΣΤΑΤ). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών), το κατώφλι σχετικής φτώχειας μειώθηκε από τις 7,178 στο 2010 στις 4.500 ευρώ το 2016, ένδειξη σημαντικής μείωσης των μεσαίων εισοδημάτων. Αν λαμβάναμε ως μέτρο σύγκρισης το κατώφλι φτώχειας του 2010, τότε περίπου τα μισά νοικοκυριά θα θεωρούνταν σήμερα φτωχά (48%).
Το φαινόμενο της εισοδηματικής επισφάλειας εμφανίζεται σταθερά υψηλό, καθώς στο ενδεχόμενο μιας έκτακτης ανάγκης πληρωμής 500 ευρώ, το 16,3% δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει, ενώ το 52,2% θα κάλυπτε αυτή τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία. Πάνω από 6 στα 10 νοικοκυριά (61,1%) αναγκάζονται να κάνουν περικοπές για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για την επιβίωση τους. Σημειώνεται ότι τα πολυμελή (άνω 5 ατόμων) νοικοκυριά και τα νοικοκυριά με ανέργους αντιμετωπίζουν σοβαρότερο πρόβλημα κάλυψης των βασικών αναγκών.
Οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το νέο έτος παραμένουν αρνητικές, καθώς το 63.6% για το 2017- 73,5% για το 2016- αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης (το 27,9% εκτιμά ότι θα παραμείνει σταθερή, ενώ μόνο το 5,1% αναμένει βελτίωση των οικονομικών του δυνατοτήτων). Τούτο συναρτάται με τις προβολές των νοικοκυριών σχετικά με την ικανότητα τους να ανταποκριθούν στις τρέχουσες και μελλοντικές υποχρεώσεις, αλλά και τις χαμηλές προσδοκίες που σχετίζονται με τις προοπτικές βελτίωσης των οικονομικών του νοικοκυριού. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού δηλώνει ότι θα μπορούσε να καλύψει τις βασικές ανάγκες του μήνα με λιγότερα από 1.000 ευρώ (34,3% το 2017 έναντι 26,9% το 2014).
Η σύνταξη παραμένει η κυριότερη πηγή εισοδήματος για περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά, παρά τις επί μέρους περικοπές. Η σύνταξη συνεχίζει να λαμβάνει χαρακτηριστικά στοιχεία υποκατάστατου κοινωνικής προστασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι χωρίς τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ο δείκτης φτώχειας θα ανερχόταν στο 52,9% του πληθυσμού.
Τα νοικοκυριά που δηλώνουν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ως κύρια πηγή εισοδήματος παραμένουν σε πολύ χαμηλά ποσοστά 5,9%, που υποδηλώνει αδυναμία των ελληνικών εγχώριων νοικοκυριών να αναπτύσσουν βιώσιμες και κερδοφόρες επιχειρηματικές δραστηριότητες στο συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον. Είναι προφανές ότι για μια μεγάλη μερίδα νοικοκυριών, η έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας λειτουργεί ως συμπληρωματικό εργαλείο εισοδηματικής ενίσχυσης (με τη μορφή επιδόματος).
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ-ΑΝΕΡΓΙΑ
Το 29,9% των νοικοκυριών, δηλαδή περίπου 1 εκ. νοικοκυριά έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστο άτομο σε ανεργία. Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας ανέρχεται στο 83,5% του συνολικού αριθμού των ανέργων. Στο σύνολο των άνεργων μελών των νοικοκυριών, το ποσοστό που λαμβάνει επίδομα ανεργίας περιορίζεται στο 7,3% (το χαμηλότερο από την πρώτη μέτρηση).
Περισσότεροι από 1 εκ. πολίτες βρίσκονται ακάλυπτοι για τον κίνδυνο της ανεργίας, γεγονός που επιβεβαιώνει την ανάγκη διαμόρφωσης ενός ελάχιστου πλαισίου κοινωνικής προστασίας που θα συνδυάζει οικονομική- κοινωνική στήριξη και παροχές σε είδος, με σκοπό την επανένταξη στην αγορά εργασίας και όχι την περιθωριοποίηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας σχεδόν 3 στους 4 ανέργους βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας, γεγονός που απειλεί με απαξίωση τον παραγωγικό ιστό και το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας.
Η οικονομική περιθωριοποίηση δεν αφορά μόνο τον άνεργο πληθυσμό αλλά και ομάδες εργαζόμενων. Περισσότερα από 1 στα 5 νοικοκυριά (21,5%) έχουν ένα μέλος στην οικογένεια που εργάζεται για λιγότερα χρήματα από τον επίσημα καθορισμένο κατώτατο μισθό των 586 ευρώ (490 ευρώ καθαρή αμοιβή).
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης λαμβάνει χαρακτηριστικά παγίωσης, καθώς το 9,0% των νοικοκυριών δηλώνει ότι είχε ένα τουλάχιστο μέλος που μετανάστευσε στο εξωτερικό για να βρει εργασία (τούτο συνδέεται με μεταβολή των όρων διαβίωσης για πάνω από 400,000 οικογένειες). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των στατιστικών αρχών, υπάρχει η εκτίμηση της μετανάστευσης περισσότερων από 710,000 Ελλήνων πολιτών από την απαρχή της κρίσης (2010-2016).
Ανησυχητική θεωρείται η τάση συνέχισης του φαινομένου, καθώς το μεταναστευτικό ρεύμα δε φαίνεται να υποχωρεί. Το 40,1% των νοικοκυριών θα εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταναστεύσει στο εξωτερικό, αν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για εύρεση εργασίας. Στις νεότερες ηλικίες 18-34 ετών, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 72,3%. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ευπορότερα και πιο μορφωμένα στρώματα της κοινωνίας, δηλαδή όσοι έχουν σωρεύσει υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο στη χώρα μας θεωρούν πιο πιθανό το ενδεχόμενο να μεταναστεύσουν.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Το 19,6% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, ενώ το 55,6% αυτών των οφειλετών έχει υπαχθεί σε κάποιου είδους ρύθμιση, ένδειξη ότι το μεγαλύτερο μέρος των οφειλετών βρίσκεται σε μια πάγια αδυναμία εξυπηρέτησης οφειλών και αναζητά λύσεις παρατείνοντας τους χρόνους αποπληρωμής. Καθώς οι ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν για τα νοικοκυριά το 2015 πλέον δεν είναι σε ισχύ, αναμένεται να διευρυνθεί ο κύκλος των πολιτών που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ήδη στο τέλος του 2017, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές νοικοκυριών προς το δημόσιο ξεπέρασαν τα 100 δις (από 89 δις το 2016, στοιχεία ΑΑΔΕ). Τα τελευταία χρόνια, πάνω από 185,000 νοικοκυριά έχουν υποστεί δέσμευση/ ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, ενώ σύμφωνα με την ΑΑΔΕ αναμένεται να ληφθούν μέτρα αναγκαστικής είσπραξης για πάνω από 1 εκ. οφειλέτες. Ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί, καθώς το επόμενο διάστημα θα αυστηροποιηθεί το πλαίσιο εφαρμογής των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Το 31,1% (από 27,3% το Δεκέμβριο 2016) των νοικοκυριών με δανειακές υποχρεώσεις έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες (αφορά περίπου 450,000 νοικοκυριά). Πολύ εντονότερα εκδηλώνεται το πρόβλημα στα φτωχότερα και μονομελή νοικοκυριά (με ποσοστά άνω του 40%).
1 στα 4 νοικοκυριά εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις το επόμενο έτος, και επιπρόσθετα το 14,8% των νοικοκυριών με ιδιόκτητο ακίνητο δηλώνει ότι αδυνατεί να πληρώσει τους φόρους για τα ακίνητα που διαθέτει (ΕΝΦΙΑ). Tο 20,2% των ιδιοκτητών είναι διπλά υπόχρεοι για το ακίνητό τους: παράλληλα με την καταβολή ΕΝΦΙΑ πρέπει να καταβάλλουν και τις δόσεις του στεγαστικού δανείου.
Το 32,2 % εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις το επόμενο έτος. 1 στα 5 (21%) νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι έχουν στεγαστικό δάνειο, ενώ το 35,8% εξ αυτών των οφειλετών έχει καθυστερημένες οφειλές. Το συνολικό ύψος των δανείων των νοικοκυριών ανέρχεται, με βάση στοιχεία της ΤτΕ σε 89,7 δις. Τα 64,1 δις αφορούν στεγαστικά δάνεια και τα 25,6% καταναλωτικά δάνεια. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των νοικοκυριών ανέρχονται στο 46,1%.
Από τα στοιχεία της έρευνας, προκύπτει ότι οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε ρυθμίσεις στο 48,3% των στεγαστικών δανείων (αυξημένο ποσοστό από το 40% το 2016). Ωστόσο, 1 στα 5 (18,6%) νοικοκυριά εκφράζει φόβο για απώλεια της κατοικίας τους εξ αιτίας των συσσωρευμένων υποχρεώσεων που ήδη έχουν και επιπρόσθετων επιβαρύνσεων που προκύπτουν (δανειακές, φορολογικές και άλλες).
Παρά τη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, η δυνατότητα ανταπόκρισης των νοικοκυριών στις φορολογικές τους υποχρεώσεις παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης καθώς σε σχέση με το 2016 καταγράφεται μια μείωση 9 ποσοστιαίων μονάδων των νοικοκυριών που δηλώνει ότι δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις φορολογικές τους υποχρεώσεις (25% το 2017, από 34% στην έρευνα του 2016).
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ- ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ
Παρά τη σχετική βελτίωση ορισμένων δεικτών κατανάλωσης, σε ευρείες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών συνεχίζεται η πτωτική πορεία της εγχώριας ζήτησης. Σχετικά με τις τάσεις κατανάλωσης, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού σημείωσε περικοπές στις δαπάνες ένδυσης- υπόδησης (61,3%), στις εξόδους (48,3%) στα είδη διατροφής (40,2%) και τα οικιακά είδη (40,1%), που συνδέεται με μεταβολή καταναλωτικών προτύπων στην κατανάλωση χαμηλότερης ποιότητας αγαθών.
Διευρύνεται ο αριθμός των νοικοκυριών που δήλωσε ότι αύξησε την ιδιωτική δαπάνη για τους την υγειονομική και φαρμακευτική περίθαλψη (4η συνεχή χρονιά) και τη θέρμανση. Αυτό το εύρημα αναδεικνύει την ανάγκη άμεσης ενεργοποίησης του νεοσύστατου προγράμματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στο σύνολο του πληθυσμού καθώς και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών για τις δημόσιες δομές υγείας. Η τάση αυτή διεύρυνσης της ιδιωτικής δαπάνης για την εξασφάλιση αγαθών κοινωνικού χαρακτήρα (υγεία, θέρμανση) αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την κοινωνική ευημερία εν γένει.
Το 47,8% των νοικοκυριών δήλωσε ότι ανέβαλλε ή καθυστέρησε να λάβει ιατρικές συμβουλές και θεραπείας λόγω οικονομικής αδυναμίας. Πάνω από 1 στα 3 νοικοκυριά έχει καθυστερήσει να επισκευάσει οικιακή ηλεκτρική συσκευή και να κάνει service στο αυτοκίνητο. Παράλληλα, πάνω από 1 στα 4 νοικοκυριά καθυστερεί να εξοφλήσει τα κοινόχρηστα. Βάσει των στατιστικών της ΕΛΣΤΑΤ, τα νοικοκυριά στα κατώτατα εισοδηματικά κλιμάκια έχουν αυξήσει τα έξοδα σε οικιακούς λογαριασμούς κατά 17%, και σε μεταφορές 25% από το 2009.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΩΜΕΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ
Αξιοσημείωτη αύξηση, σημείωσε η χρήση του πλαστικού χρήματος για την κάλυψη των υποχρεώσεων του νοικοκυριού. Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν θεαματική μεταβολή των τάσεων σχετικά με τις συναλλακτικές συμπεριφορές των καταναλωτών, καθώς πλέον το 74% των νοικοκυριών χρησιμοποιεί πλαστικό χρήμα και e-banking για αγορά αγαθών και πληρωμή λογαριασμών, ενώ το 22,8% προτιμά να πληρώνει μόνο με μετρητά (από 46,0% στην προηγούμενη μέτρηση). Η σημαντική αυτή μεταβολή στην καταναλωτική συμπεριφορά πιθανότατα οφείλεται στην θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα για την συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, στην σύνδεση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με το χτίσιμο του αφορολόγητου και στην φορολοταρία. Σε κάθε περίπτωση είναι προφανές πως έχουν δημιουργηθεί όλες οι προϋποθέσεις για εξορθολογισμό ή και εξάλειψη ακόμα υπέρογκων τραπεζικών χρεώσεων και θα πρέπει να υπάρξει ένα πλαίσιο συμμόρφωσης των τραπεζών με τις οδηγίες της ΤτΕ για τη διευκόλυνση της μετάβασης στη νέα ψηφιακή εποχή για το σύνολο του πληθυσμού.
ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ: ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ
Σχετικά με τις εισοδηματικές παρεμβάσεις στο σκέλος της κοινωνικής πολιτικής, οι πολίτες φαίνεται να επιδοκιμάζουν τις στοχευμένες εισοδηματικές ενισχύσεις σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, όπως άνεργοι και χαμηλοσυνταξιούχοι. Το 37,2% υποστηρίζει ότι το κοινωνικό πλεόνασμα έπρεπε να διανεμηθεί σε αυτές τις κατηγορίες πολιτών. Παράλληλα, το 33,0% θεωρεί δίκαιη μια αναλογική μείωση του ΕΝΦΙΑ, ενώ το 9,6% αξιολογεί πιο σημαντική την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τους ιδιώτες.
Στο σκέλος της αξιολόγησης της φορολογικής πολιτικής, φαίνεται να αποτελεί ευρύ αίτημα της κοινωνίας ότι για να λειτουργήσουν αποδοτικά οι φόροι («να πιάσουν τόπο») θα πρέπει να τεθούν προτεραιότητες από την κυβέρνηση στον τομέα υγείας (73,2%), την εκπαίδευση (45,8%) και την τόνωση της απασχόλησης και των επενδύσεων (40,0%).