ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«Καμπανάκι» Στουρνάρα: Κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού από τις δικαστικές αποφάσεις

Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται, παρά τη μεγάλη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και τις σημαντικές προκλήσεις και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει, υπογράμμισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ομιλία του σε εκδήλωση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, για να τεθεί σε στέρεες βάσεις η ανάκαμψη της οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστούν απρόσκοπτα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ταχεία αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών.

Παράλληλα, προειδοποίησε ότι η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού συγκαταλέγεται μεταξύ των κινδύνων που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την ανάπτυξη.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, καίτοι αναγνώρισε την πρόοδο που έχει συντελεστεί, επισήμανε ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Ειδικότερα, αναφέρθηκε σε πέντε σημεία:

Στο υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου όμως η βιωσιμότητα έχει βελτιωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που υιοθέτησε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018),

Στο υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων το οποίο απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων των ελληνικών τραπεζών το Δεκέμβριο του 2018 ήταν 45,4% έναντι 3,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και περιορίζει την πιστοδοτική ικανότητα των τραπεζών και την ανάκαμψη των επενδύσεων,
στην αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών,
στην υψηλή ανεργία, η οποία δημιουργεί ανισότητες θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου και
στο χαμηλό δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης εξαιτίας της απώλειας ανθρώπινου και φυσικού κεφαλαίου λόγω της μετανάστευσης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού και τις χαμηλές επενδύσεις. 

«Στα παραπάνω θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, εκτεταμένη γραφειοκρατία, περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση και καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης.

Επίσης, η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο (π.χ. 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη, αλλά και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι σχετικά εντονότερη, επειδή συνοδεύεται από σχετικά υψηλή φορολογία. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν περίπου 180% στο τέλος του 2018, προκύπτει ότι μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα οικονομικής ανάπτυξης είναι 1,8 φορές πιο πολύτιμη για τη μείωση του δημόσιου χρέους από μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα πρωτογενούς πλεονάσματος».

Προϋποθέσεις διατηρήσιμης ανάπτυξης και επιστροφής στις αγορές με βιώσιμους όρους

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, να διασφαλιστεί η τακτική και με βιώσιμους όρους χρηματοδότηση του Δημοσίου από τις αγορές και να επιτευχθεί ένα βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης,  ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος πρότεινε πέντε παρεμβάσεις πολιτικής:

1ον Ταχεία αποκλιμάκωση του υψηλού ποσοστού των ΜΕΔ με ενεργοποίηση των σχεδίων της Τράπεζας της Ελλάδος και του Υπουργείου Οικονομικών. 

2ον Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα, όπως για παράδειγμα οι δημόσιες επενδύσεις.

3ον  Συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων (με ενίσχυση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις, στην κοινωνική ασφάλιση και την υγεία), και ενθάρρυνση της στενής συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων (με ενδυνάμωση του τριγώνου γνώσης: εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία) προκειμένου να ενισχυθούν η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια της οικονομίας.

4ον  Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με την άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, ιδιαίτερα στις χρήσεις γης, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών, καθώς και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.

5ον Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, υποστήριξη των μακροχρόνια ανέργων, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας, αλλά και η αύξηση της απασχόλησης, από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που ξεκίνησε το 2010.