Έρευνα της Αγγελικής Νικολουλη στην περίεργη εξαφάνιση της Βάσως Κουκουνασούλη – Σιλεβίστα φέρνει στο φως λεπτομέρειες που κανείς δεν πρόσεξε και προκαλούν ανατροπή.
Την Κυριακή 10 Μαρτίου που χάθηκε η Βάσω, μεταξύ οκτώ παρά πέντε, με οκτώ και τέταρτο το βράδυ, η ίδια με τον σύζυγο της πέρασαν με το αυτοκίνητο τους μπροστά από το σπίτι στη Λάρισα και είδαν το φως της εξώπορτας αναμμένο.
«Δεν ξέραμε πως η γιαγιά είχε μεταφερθεί σε κλινική , ούτε πως είχε έρθει η κυρία Βάσω από τη Λαμία. Νομίζαμε πως το άφησε αναμμένο ο γιος της, επειδή ήταν μέρα Αποκριάς», είπε χαρακτηριστικά.
Η γυναίκα που φρόντιζε την μητέρα της αγνοούμενης πριν τα παιδιά της την μεταφέρουν σε κέντρο αποκατάστασης, μίλησε στο «Τούνελ».
Ανέφερε πως την Πέμπτη 7 Μαρτίου που έφτασε η Βάσω στη Λάρισα, εκείνη έφυγε από την πόλη και πήγε στο χωριό της. «Πήγα να πάρω τα πράγματα μου, η Βάσω ήταν ήδη στο σπίτι με τη μητέρα της και της έδωσα το κλειδί του σπιτιού που εγώ χρησιμοποιούσα», είπε.
Ανέφερε πως τον Ιανουάριο η Βάσω της ζήτησε να της βγάλει ένα αντικλείδι του σπιτιού για να μην παίρνει το δικό της, αλλά δεν το κρεμούσε στην εξωτερική αποθήκη, όπως συνήθιζε ο αδελφός της.
Μια νέα σημαντική μαρτυρία ανατρέπει τα μέχρι τώρα δεδομένα για την περίεργη εξαφάνιση της μητέρας. Κάτοικος στη γειτονιά του Αγίου Χαράλαμπου περνούσε τυχαία το βράδυ της Κυριακής της Αποκριάς, από το πατρικό της Βάσως. Παρατήρησε και αυτή πως το φως της εξώπορτας ήταν αναμμένο. Τότε είδε να βγαίνει από την αποθηκούλα της αυλής μια γυναίκα, που φορούσε σκούρο καφέ μπουφάν, μαύρο παντελόνι και μιλούσε στο τηλέφωνο. Ο αδελφός της Βάσως που ήταν παρών, έδειξε να ξαφνιάζεται καθώς ο ίδιος είχε πει στο «Τούνελ», πως όταν πέρασε από το σπίτι με το αυτοκίνητο στις οκτώ και είκοσι, το φως ήταν σβηστό και η Βάσω άφαντη.
Στη συνέχεια ο Ηρακλής Κουκουνασούλης ξεκλείδωσε με ένα από τα κλειδιά του την καγκελόπορτα της αυλής και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα πάνω από την οποία βρίσκεται το φως που οι δύο μάρτυρες είδαν αναμμένο. Έδειξε στην ρεπόρτερ που τον ακολούθησε, πως ο διακόπτης βρίσκεται μέσα στο σπίτι και δεν ανάβει απ΄έξω.
«Το μικρό σπιτάκι στο οποίο αναφέρθηκε η μάρτυρας είναι μια αποθήκη όπου φυλάμε το πετρέλαιο. Δεν πιστεύω να χρειάστηκε κάτι η Βάσω από εκεί. Ίσως να ήθελε να δει αν υπήρχε κλειδί του σπιτιού. Συνήθως κρεμούσα στο εσωτερικό ένα αντικλείδι για τη Βάσω όταν ερχόταν από Λαμία. Όμως τώρα έμαθα ότι πριν από λίγο καιρό η γυναίκα που φυλούσε τη μητέρα μας, της είχε βγάλει ένα κλειδί και της το είχε δώσει. Τι να πω…», είπε απορημένος ο αδελφός της.
Η Αγγελική Νικολούλη μίλησε με τη νύφη της αγνοούμενης που μαζί με το σύζυγο της ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που είδαν τη Βάσω πριν εξαφανιστεί. «Το πρωί της Κυριακής της Αποκριάς ο σύζυγος μου με τη Βάσω πήγαν στην κλινική να δουν τη μητέρα τους και μετά ήρθαν από το σπίτι και φάγαμε. Η Βάσω τότε φορούσε καφέ και μαύρο καρό παντελόνι, ένα γκρι ζιβάγκο, ίσια παπούτσια όπως πάντα και καφέ μπουφάν. Γύρω στις δύο την κάλεσε στο τηλέφωνο μια φίλη της. Στις τέσσερις παρά το απόγευμα, ο σύζυγος μου τη μετέφερε στο πατρικό τους για να ξεκουραστεί. Δεν κατάλαβα να την απασχολεί κάτι… Πριν φύγει συμφωνήσαμε να φάμε μαζί και το βράδυ», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η Βάσω είχε αρνηθεί την πρόσκληση να μείνει στο σπίτι τους τις μέρες που βρισκόταν στην Λάρισα και προτίμησε να κοιμάται στο πατρικό της. «Εκείνο το απόγευμα κανόνισα να πάω νωρίτερα στο σπίτι της αδελφής μου, με την προϋπόθεση να έρθει ο άνδρας μου να με πάρει με το αυτοκίνητο για να πάμε στη Βάσω και να επιστρέψουμε όλοι μαζί στο σπίτι. Στις οκτώ παρά πέντε που την κάλεσα από το δρόμο για να ετοιμαστεί, το τηλέφωνο της ήταν απενεργοποιημένο», τόνισε.
Όταν έφτασαν ο σύζυγος της περίμενε στο αυτοκίνητο. Εκείνη έσπρωξε την εξωτερική καγκελόπορτα που τότε δεν ήταν κλειδωμένη, κατευθύνθηκε στην εξώπορτα του σπιτιού και χτύπησε το κουδούνι τρεις φορές. Περίμενε για περίπου τέσσερα λεπτά ενώ συνέχιζε να την καλεί στο κινητό. Διευκρίνισε πως εκείνη την ώρα το φως της εξώπορτας δεν ήταν αναμμένο και πως η ίδια δεν είχε λόγο να πάει στην εξωτερική αποθήκη του σπιτιού.
«Το κινητό της παρέμεινε απενεργοποιημένο και τις επόμενες ώρες. Δεν ανησυχήσαμε όμως και υποθέσαμε πως ίσως ήταν με κάποια φίλη της. Το πρωί ο άνδρας μου πήγε από το σπίτι. Ήταν κλειδωμένο. Μπήκε μέσα και τα βρήκε όλα τακτοποιημένα. Στη συνέχεια πήγα κι εγώ εκεί και παρατήρησα πως είχε βγάλει το καρό παντελόνι και το είχε αφήσει σε μια καρέκλα μαζί με ένα μαύρο παλτό. Στο κομοδίνο ήταν τα γυαλιά της και γύρω όλα στη θέση τους. Την άλλη μέρα που ήρθε ο άνδρας της από τη Λαμία και προφανώς είδε ποια πράγματα έλειπαν από το σάκο της, μας είπε πως όταν χάθηκε φορούσε άσπρη μπλούζα και μαύρο παντελόνι».
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκάλεσε η σημαντική μαρτυρία γειτόνισσας που ισχυρίζεται πως είδε μια γυναίκα να βγαίνει από την εξωτερική αποθήκη του σπιτιού γύρω στις οκτώ και δέκα, μιλώντας στο τηλέφωνο.
«Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι πως πήγε εκεί για να αφήσει το μπιτόνι το οποίο χρησιμοποιούμε για να γεμίζουμε με πετρέλαιο τη σόμπα που έχουμε στο σπίτι», είπε στην Αγγελική Νικολούλη ο αδελφός της αγνοούμενης μητέρας.
Σε σχετική ερώτηση της δημοσιογράφου απάντησε πως μετά από αυτή τη μαρτυρία ήλεγξαν τη σόμπα και διαπίστωσαν πως ήταν γεμάτη με υγρό καύσιμο.