Μεσημέρι Κυριακής κεντρική πλατεία Πεντέλης. Ραντεβού με τους κολλητούς για φαγητό. Κουμπάροι, βαφτιστήρια και λοιπές δυνάμεις. Η κουμπάρα κάτοικος Πεντέλης και μας τρέχει στην γειτονιά της πάντα. Συνήθως καθόμαστε σε μια γνωστή πιτσαρία, αυτή με το αστείο όνομα. Αλλά που να πλησιάσεις από τον κόσμο. Ούτε για αστείο. Αρχίζουμε και ψάχνουμε. Βρίσκουμε ένα ωραίο, συμπαθητικό σουβλατζίδικο. Μας λέει η κουμπάρα ότι και ωραία σαλάτα με κρέμα από μπαλσάμικο, παρμεζάνα, μήλα και πολλά ακόμη. Μου τόνισε το κρέμα μπαλσάμικο λες και σκαμπάζω εγώ από το μη κρέμα.
Δεν είχε τραπέζι. Ρωτήσαμε και ένας πολύ χαμογελαστός τύπος, άκρως εξυπηρετικός, μας είπε ότι σε 20 λεπτάκια περίπου θα μπορούσαμε να κάτσουμε. Ήμασταν και 10 άτομα. Πίνουμε ένα καφεδάκι στο πόδι σε ένα διπλανό καφέ.
Η Ελληνίδα μάνα είναι για όλους… μάνα! Οι μπάμιες, ο Γιάννης κι ένα μεσημέρι στο πατρικό
Καθόμαστε το μαγαζί. Όποτε μαζευόμαστε έχουμε διαβολική διάθεση. Γελάμε πολύ. Και πάντα τρώμε και πίνουμε. Έρχεται ο χαμογελαστός και άκρως εξυπηρετικός για την παραγγελία. Πήραμε πολλά. Κάποια στιγμή την ώρα που έγραφε την παραγγελία, μας λέει «παιδιά φτάνει είστε μια χαρά». Η δε κουμπάρα επιμένει. «Να πάρετε συκώτι. Είναι εκπληκτικό». Επιμονή όχι αστεία. Κρίμα που δεν μπορώ να σας δείξω πως κάνει τα χέρια της όταν μιλάει και είναι τόσο σίγουρη για αυτό που λέει και δεν σηκώνει κουβέντα. Ο κουμπάρος ζήτησε, λοιπόν, συκώτι.
Περνάει η ώρα . Πιάνουμε την κουβέντα αρχίζουμε τα αστεία μας γελάμε. Πειράγματα χαβαλές, ωραία πράγματα. Σαν παρέα έχουμε τα πάντα. Στα σοβαρά σοβαροί και πάντα δεμένοι, στον χαβαλέ, όμως, χαβαλέ. Και χθες είχε γέλιο. Μετά από ώρα μας φέρνει πιάτα, ποτήρια, μόνο πιρούνια χωρίς μαχαίρια, κρασί ροζέ που ζητήσαμε και μπύρες. Η κουμπάρα δεν νερώνει απλώς το κρασί της! Θέλει πάντα παγάκια. Ζητάει. «Ναι βεβαίως, αμέσως» απαντάει ο Δημήτρης. Μάθαμε και το όνομα του χαμογελαστού και άκρως εξυπηρετικού. Παρατηρούμε ότι δεν υπήρχε ποτήρι χωρίς δαχτυλιά. Κι ένα ήταν και σπασμένο. Για τις δαχτυλιές δεν είπαμε τίποτα, αρχίσαμε να την αποδόμηση. Το σπασμένο το άλλαξαν.
Η διάβαση πεζών, το φορτηγάκι και ο καβγάς στην Πειραιώς
Περνάει η ώρα. Έρχεται η μία σαλάτα από τις τρεις που είχαμε παραγγείλει. Και το ένα ταλαγάνι από τα τρία. Αλλά οι τρεις μερίδες τηγανιτές πατάτες από τις τρεις που είχαμε πει. Yes!!! Ωραιότατες πατάτες. Φρέσκιες, ψιλοκομμένες, καλοτηγανισμένες με την ρίγανη τους από πάνω. Παραπάνω αλάτι αλλά δεν πειράζει. Πέσαμε πάνω με τα μούτρα. Ξεχάσαμε και τις δαχτυλιές από τα ποτήρια. Μετά από ώρα σκάει ο Μητσάρας με τις δύο σαλάτες ακόμη. Η κουμπάρα αρχίζει και αναλύει γιατί η κρέμα μπαλσάμικο «δεν υπάρχει». Πόσο καλύτερη είναι από το απλό μπαλσάμικο. Αρχίζουμε το δούλεμα στην κουμπάρα «εξάλλου στο Καρπενήσι (από εκεί η καταγωγή της ) έχει παράδοση στο μπαλσάμικο κρέμα». Ρωτάω τον χαμογελαστό Δημήτρη που είναι τα άλλα δύο ταλαγάνια. «Α!!! Ξέχασα. Τελείωσε. Δεν έχει άλλο». Οκ μια χαρά.
Περνάει η ώρα. Αρχίζουν κι έρχονται οι μερίδες. Με διαφορά δέκα λεπτών η μία από την άλλη. Ένα ένα τα πιάτα αργά και βασανιστικά για τους υπόλοιπους που απλώς καθόμαστε και κοιτάζουμε. Πίνουμε, βεβαίως, και γελάμε. Σπάει μια κανάτα κατά λάθος. Μόλις την είχε φέρει. Γεμάτη. Αρχίζουμε το τρολάρισμα στη κουμπάρα. «Ρε Σοφία. Λες να την πάρει πίσω να βάλει το κρασί σε άλλη κανάτα και να μας την φέρει πίσω; Κι αν έχει πέσει κάποιο κομματάκι γυαλί»; Σοφία με συνωμοτικό ύφος «Δημήτρη, άδειασε το κρασί πίσω σου στο δέντρο». «Μπα της λέω, ντρέπομαι». Η κουμπάρα για να είναι σίγουρη ότι δεν θα μας φέρουν το ίδιο κρασί έπιασε και πέταξε μέσα στην σπασμένη μπουκάλα όλα τα κομμάτια γυαλιού που βρήκε και ήταν μεγάλα. Μας έφερε άλλο κρασί. Η κουμπάρα ξαναζητάει παγάκια. Τα πρώτα δεν ήρθαν ποτέ. Αμέσως λέει ο Μητσάρας.
Μετά από ώρα έχουν έρθει όλες οι μερίδες εκτός από την δική μου και του κουμπάρου. Είχα παραγγείλει μερίδα φιλέτο κοτόπουλο χωρίς λάδι οι πίτες, χωρίς αλάτι και χωρίς κρεμμύδι. Και ο κουμπάρος το συκώτι. Ρωτάω τον Μητσάρα. «Α ναι μου λέει. Είχες παραγγείλει κι εσύ». Γελάμε όλοι. Πετάγεται και ο κουμπάρος. «Κι ένα συκώτι». «Α! ξέχασα. Το συκώτι τέλος» λέει ο πάντα χαμογελαστός Μητσάρας. Πήρε κάτι άλλο ο κουμπάρος. Όλοι είχαν τελειώσει το φαγητό εκτός από εμάς τους δύο.
Περνάει η ώρα. Αρκετή ώρα. Έρχεται το φαγητό μου. Καλαμάκια κοτόπουλο. Και κρεμμύδι. «Δημητρό φιλέτο ζήτησα όχι καλαμάκια» . « Έλα μωρέ δεν πειράζει. Τα καλαμάκια εδώ τα βαφτίζουμε φιλέτο». Για να προσθέσει το αφοπλιστικό «Κοίτα όμως. Σε εσένα έβαλα μπολάκι με μουστάρδα. Σε κανέναν άλλον δεν έβαλα». Χαβαλές τρελός από όλους. Αρχίσαμε το δούλεμα στην κουμπάρα. «Η μουστάρδα είναι κρέμα ή απλή»; Γέλια. Η κουμπάρα ξαναζητάει παγάκια. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές είχε ζητήσει. Ποτέ δεν είχαν έρθει ούτε τα πρώτα. Και η απάντηση. «Παγάκια. Μα δεν έχουμε. Τελείωσαν». Εμείς γέλια.
Μαζεύουν τα πιάτα. Και το κορυφαίο. Ο Μητσάρας μας φέρνει δύο μπολάκια ατομικό προφιτερόλ. Η παρέα δέκα άτομα. Κοιταζόμαστε και γελάμε. Εννοείται γελάμε. «Αυτό από εμάς. Είναι το καλύτερο προφιτερόλ της Ευρώπης» λέει σαν παγώνι από υπερηφάνεια ο πάντα χαμογελαστός και άκρως εξυπηρετικός Δημήτρης. Μέσα στα γέλια όλων για την ατάκα, πετάγομαι και του λέω «λίγο κρασάκι ακόμη». Και το τερμάτισε ο Μητσάρας. «Κοίτα ή γλυκό ή κρασί. Ας είμαστε ρεαλιστές. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα σε αυτό τον κόσμο». Μας αποτελείωσε.
Για αυτό οι κολλητοί μου είναι κολλητοί μου. Γιατί σημασία δεν έχει το που, το αν το φαγητό είναι καλό, το αν τα ποτήρια είχαν δαχτυλιές, το αν ο Μητσάρας και ο κάθε Μητσάρας είναι αυτός που είναι. Σημασία για μας έχει το μαζί της παρέας. Και ότι αυτή η παρέα έκανε μέρος της παρέας μετά και τον Μητσάρα και γελάσαμε όλοι μαζί. Τώρα θα μου πεις. Πως θα αλλάξει αυτό το μαγαζί αν δεν κάνεις την παρατήρηση. Σημασία έχει ότι περάσαμε ωραία. Συν του ότι η σαλάτα είχε κρέμα μπαλσάμικο. Απλώς δεν θα ξαναπάμε.