Γράφει ο Δημήτρης Γιαγτζόγλου
Κουρασμένος χθες επιστροφή από το κέντρο. Τρέξιμο όλη μέρα. Μπαίνοντας από τον Κεραμεικό στην Πέτρου Ράλλη ξέχασα τα πάντα. Στο βάθος η δύση. Ξαφνικά πορτοκαλί παντού. Θέαμα μοναδικό. Ικανό να σε ξεμυαλίσει. Σήμερα το πρωί, νωρίς το πρωί πήγα στο γραφείο να τελειώνω κάτι δουλειές. Πάω για να αποφεύγω την κίνηση, να τελειώνω νωρίς να κερδίζω την μέρα. Επιστροφή κατά τις 8.30 από τον Κηφισό. Την πιο ακατάλληλη ώρα στο πιο ακατάλληλο σημείο. Υπομονή. Θυμήθηκα την χθεσινή δύση στην Πέτρου Ράλλη. Ήταν και ένα ωραίο πρωϊνό. Μυρίζει καλοκαίρι. Κι επειδή κολλημένος έπρεπε να βρω μια σανίδα σωτηρίας. Και την βρήκα. Πρώτο ταξίδι στα Κουφονήσια το 1994.
Πιτσιρίκι, τα πρώτα χρόνια στην δουλειά, δικά μου χρήματα και αρκετά χρήματα, το αφεντικό τα είχε αυτά ήταν large και κανονίζουμε μια παρέα να πάμε Κουφονήσια. Εγώ την πέταξα την ιδέα. Με κοίταξαν καλά καλά αλλά συμφώνησαν. Και αν δεν μας άρεσε θα φεύγαμε για Αμοργό. Ήταν κοντά. Είχα άδεια έναν ολόκληρο μήνα. Όλο τον Ιούλιο. Οι υπόλοιποι 20 μέρες. Για να μην κάθομαι στην Αθήνα, λέω θα φύγω μια εβδομάδα νωρίτερα κι ας έρθουν να με βρουν.
Ετοιμασία πραγμάτων για ένα μήνα. Πόσο ήμουν τότε. 23. Πήρα μαζί μου σαμπουάν αφρόλουτρα, βιβλία, μια πετσέτα μπάνιουένα ζευγάρι παπούτσια, σαγιονάρες (τότε δεν είχαμε χαβαγιάνας) αντηλιακό, δύο βερμούδες, μαγιό τισερτάκια κι ένα φούτερ. Για ένα μήνα μόνο αυτά. Και τα θεώρησα πολλά γιατί είχα διαβάσει που πήγαινα. Τι ωραία χρόνια. Όλες οι διακοπές μας σε ένα σακίδιο. Μετά αρχίσαμε τις Rimowa.
Ναι μεγάλωσα πια πολύ! Είχα προβάλει τον παλιό Σκοπελίτη. Όχι αυτόν που γνωρίσατε και ταξιδέψατε οι περισσότεροι. Ένα ηρωϊκό σκαρί. Παλιό. Δεν θα ξεχάσω την εικόνα. Άνθρωποι, καλάθια, κότες, εφημερίδες, ότι φάρμακο είχαν παραγγείλει από την Νάξο, κι ένα Honda παπάκι. Και ο ατρόμητος Σκοπελίτης στο πέρασμα από Νάξο για Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες να αγκομαχάει. Μια ουρανό μια θάλασσα να βλέπεις. Και εννοείται μούσκεμα όλοι οι του καταστρώματος. Είχα βγάλει τα γυαλιά ηλίου γιατί έσταζαν. Ξερνούσαν όλοι. Εκτός από το παπάκι τις εφημερίδες, τα φάρμακα κι έμενα. Αντέχω την θάλασσα. Εξάλλου καπετάνιος ήθελα να γίνω όταν ήμουν μικρός.
Φθάνουμε στο νησί. Ποιο Κάμπινγκ. Είχα κλείσει ένα ωραίο δωμάτιο. Έβλεπα όλο το λιμανάκι στα πόδια μου. Παρατάω τα πάντα, μαγιό, και πάω για περπάτημα να εξερευνήσω παραλίες. Είχε περπάτημα. Αφήνω πίσω μου το χωριουδάκι. Ένα χωριουδάκι ήταν όλο κι όλο το νησί. Αυτοκίνητα δεν είχε. Δυο τρία αγροτικά για τις δουλειές των κατοίκων. Μετά από ώρα φτάνω στη πρώτη παραλία. Εκεί που ήταν τότε το κάμπινγκ. Εκείνη την εποχή ήταν και η μόνο παραλία του νησιού που δεν ήταν παραλία γυμνιστών. Σε όλες τις άλλες πρωτόπλαστοι. Κι ένα εστιατόριο. Είχε ελάχιστό κόσμο. Συνεχίζω Ιταλίδα, μετά η γνωστή πισίνα μέσα στα βράχια και Πορί. Έχει αρχίσει με βαράει κατακούτελα. Αλλά δεν το έχω καταλάβει γιατί φυσάει κι έχω μείνει άφωνος από τις αμμουδιές και τα νερά. Βουτιά στο Πορί. Ο ένας εδώ, ο άλλος σε 50 ο άλλος σε 100 μέτρα καμιά 10 άτομα σε μια μεγάλη παραλία βγαλμένη από καρτ ποστάλ.
Στην επιστροφή καταλαβαίνω ότι έχω καεί. Που φαρμακείο. Που κρέμα, που ενυδατική. Με βλέπει η κυρία που μου νοίκιαζε το δωμάτιο. Άφωνη. Με στέλνει σε ένα μπακαλικάκι. Μπακαλικάκι κανονικό από αυτά τα ωραία με την απροσδιόριστη μυρωδιά που είχαν ότι ξεχασμένο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Γιαουρτάκια. Από τον πόνο ούτε για φαγητό δεν πήγα.
Την άλλη μέρα πήρα τα μέτρα μου. Πρίν παω για μπάνιο έψαξα για πρωϊνό. Είχε ένα ωραίο μπαλκόνι με σκιά, μεγάλο μπαλκόνι. Ήταν το πρώτο καλοκαίρι που λειτουργούσε. Ο Νικήτας. Ένα τεράστιο μπολ με γιαούρτι φρούτα και μέλι. Και καφές διπλός ελληνικός μέτριος. Τούρμπο. Και τσάμπα. Έστρωσα. Λέω ας πάω μια βόλτα μέσα από το χωριουδάκι να το δω μέρα. Γραφικό, ήσυχο, λίγος κόσμος ελάχιστοι τουρίστες έτσι κι αλλιώς. 1994. Αρχές Ιουλίου. Μια μυρωδιά μου σπάει την μύτη. Ένας μικρός ξυλόφουρνος. Τυρόπιτα. Με ζυμαράκι στο χέρι, γέμιση τυράκι, αυγό, πιπέρι και ψήσιμο στα ξύλα. Κάθε πρωί μία. Ακόμη θυμάμαι την γεύση.
Τότε δεν είχαμε κινητά. Η επικοινωνία είχε πλάκα. Τηλεφωνείο. Μία αίθουσα μικρή μυρωδιά από άσπρη λαδομπογιά. Παγκάκια γύρω γύρω. Μπλε λαδομπογιά αυτά. Και όταν τηλεφωνούσες εννοείται ότι όλοι άκουγαν όλους και τα πάντα. Είχε το γούστο του. Όποτε το προλάβαινα γιατί γύριζα βράδυ από τις παραλίες.
Μετά από μία εβδομάδα ήρθαν και οι υπόλοιποι. Η πρώτη αντίδραση ήταν άστα να πάνε. Τους φάνηκε ερημιά. Θυμάμαι την αντίδραση της Βαρβάρας. Πέφτει για την πρώτη βουτιά και φωνάζει «σύντομα επιστροφή στον πολιτισμό». Έπεσε στο τραπέζι για διαπραγμάτευση το πότε θα φύγουμε για Αμοργό.
Δεν φύγαμε ποτέ. Όλη μέρα μπάνιο, περπάτημα, διάβασμα, επιτραπέζια, και το βράδυ κρασιά, ψαράκια και θαλασσινά. Κάθε βράδυ. Τελικά γελούσαμε όταν επιστρέψαμε στον «πολιτισμό».
Δυστυχώς εδώ και λίγα χρόνια ανακάλυψε ο «πολιτισμός» το νησί. Μια μικρή μικρή Μύκονος πια τα Κουφονήσια. Πήγα για τηλεοπτική εκπομπή και δεν γνώρισα το τοπίο. Αυτοκίνητα, SUV. Μέχρι και πολυτελείας ξενοδοχείο. Χάθηκαν και οι πρωτόπλαστοι γιατί προφανώς τι το παίρνεις το πανάκριβο μαγιό αν δεν το δείξεις. Στο Πορί που ήμασταν εμείς η άμμος, η θάλασσα και ο Θεός τώρα σιγά σιγά και αυτό χτίζεται. Οι παραλίες, όμως του νησιού και τα νερά του μοναδικά! Κρατάω στο μυαλό μου τα Κουφονήσια εκτός «πολιτισμού». Έτσι τα αγάπησα έτσι θέλω να τα θυμάμαι. Κι ευτυχώς έτσι τα πρόλαβα!