Γράφει ο Δημήτρης Γιαγτζόγλου
Είχα εκπομπή το πρωί. Πόσο τυχερός που κάνω αυτήν την δουλειά. Όταν καθίσεις μπροστά στο μικρόφωνο, οφείλεις να είσαι και καλός ηθοποιός εκτός όλων των άλλων. Πονάει η ψυχή σου, νιώθεις την καρδιά σου να σπάει, δικό σου πρόβλημα. Και φυσικά έτσι πρέπει να είναι. Να ξυπνήσεις τον κόσμο με την καλύτερη διάθεση σου να του πεις την πρώτη καλημέρα, να τον ενημερώσεις, να σχολιάσεις, να διαβάσεις τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, να κάνεις τις συνεντεύξεις, να κάνεις και τον καραγκιόζη αν χρειαστεί.
Ήξερα πως ήταν οι τελευταίες ώρες. Έφυγα από τον σταθμό. Για τελευταία φορά Νοσοκομείο Μεταξά. Οδηγούσα αργά. Είχες πέσει σε κώμα. Μπήκα στο δωμάτιο. Σε είχαν μόνο σου όλες τις τελευταίες μέρες. Η μάνα, ο πατέρας κι εσύ. Και η μυρωδιά από σάπιο κρέας όταν σε πλησίαζε κάποιος. Εκείνα τα μωρομάντηλα που σε ανακούφισαν τόσο καιρό, τόσα χρόνια μετά τα βλέπω στα ράφια των σούπερ μάρκετ και μου μυρίζουν από απόσταση σάπιο κρέας. 26 κιλά. Πόσο δίπλα μου αυτό που έβλεπα στη τηλεόραση με τα παιδιά της Αφρικής. Εκείνα πεινούσαν. Στην περίπτωση σου πεινούσε ο καρκίνος. Σε κρατούσα στα χέρια μου. Με φόβο. Μην το διαλύσω.
Γυρίζει η μάνα και μου λέει «του κρατάω τον πυρετό χαμηλά». Σου έβαζε νύχτα μέρα χλιαρές πετσέτες στο μέτωπο. Σε κώμα εσύ και σου κρατούσε τον πυρετό χαμηλά. Όλα τα ήξερε. Δεν ήθελε να το δεχτεί. Εκείνη 54 εσύ 35. Ποια μάνα στα 54 χάνει παιδί στα 35 και το δέχεται. Ούτε στα μάτια δεν μπορούσα να την κοιτάξω. Κάθισα αριστερά σου. Μεσημέρι πια. Σιωπή και από του τρεις μας. Εσύ είχες αλλάξει όψη. Ήρεμος. Σου κρατούσα το χέρι. Το μυαλό μου κενό. Πιο κενό και από το κενό. Υπάρχει; Φυσικά. Ναι με περίμενες τελικά. Δεν είχα αποφασίσει. Τις τελευταίες μέρες προσπαθούσα να αργώ. Δεν βιαζόμουν να έρθω στο νοσοκομείο. Σκεφτόμουν καλύτερα να μου το πουν στο τηλέφωνο. Με φόβιζε αυτή η στιγμή. Είχα κουραστεί από τον φόβο. Το δικό σου, των γονιών μας, τον δικό μου. Έλεγα καλύτερα να αργώ. Ναι καλύτερα που ήμουν εκεί τελικά.
Μετρούσα σφυγμούς. Κάποια στιγμή επιτέλους. Τέλος. Ναι επιτέλους τέλος. Σταμάτησες να πονάς. Τέλος οι σφυγμοί. Δεν με ένοιαζε τίποτα. Ούτε το ότι έφυγες. Δεν πονούσες. Μόνο αυτό. Παρακαλούσα να φύγεις καιρό. Παρακαλούσα. Δεν άντεχα να πονάς άλλο. Μόνο αυτό. Και ευτυχώς τα μάτια σου ήταν κλειστά. Δεν είχα απέναντι μου την απορία και την αγωνία του βλέμματός σου.
Έκανα νόημα στον πατέρα να πάρει την μάνα έξω. Νόημα. Δεν είπα κουβέντα. Σηκώθηκαν και οι δύο. Κουβέντα δεν είπαν. Μείναμε οι δύο μας. Ούτε δάκρυ δεν μου έβγαινε. Σε κοιτούσα. Δεν καταλάβαινα τι κοιτούσα. Μπήκε ο γιατρός. Με κοίταζε όση ώρα ήταν μέσα περίεργα. Περισσότερο κοίταζε εμένα παρά το μηχάνημα κι εσένα. Ούτε δάκρυ. Κουβέντα. Το τελικό καρδιογράφημα. Η ευθεία. Χιλιόμετρο μου φάνηκε αυτή η ευθεία στο μηχάνημα. Έφυγε ο γιατρός. Σηκώθηκα και βγήκα έξω. Η μάνα στην αγκαλιά της αδελφής της έλεγε χαμηλόφωνα «το παιδί μου». Πήγα την αγκάλιασα. Πόσο τυχερός με αυτή την μάνα. Τίποτα. Ούτε φωνή, ούτε δυνατό κλάμα και το μόνο που μου είπε «ο Νίκος μας» Δημήτρη. Εγώ ψύχραιμος. Μου λέει «θέλω να με αφήσετε ένα λεπτό μόνη με τον Νίκο». Ένα λεπτό. Έκλεισε την πόρτα. Αιώνας ο χρόνος. Έκανα νόημα στον πατέρα μου να την βγάλει. Βγήκε αδιαμαρτύρητα. Έρχεται και με αγκαλιάζει. «θέλω μια μεγάλη χάρη. Να τον πάρουμε στο σπίτι». Δεν ξέρω αν είχα το δικαίωμα για αυτό που είπα εκείνη την ώρα και με τον τρόπο που το είπα. «Δεν υπάρχει περίπτωση. ΄Η εγώ ή ο Νίκος». Πως το είπα αυτό. Δεν ξαναείπε κουβέντα.
Να σου πω την αλήθεια έχω επιβάλει μια περίεργη σιωπή όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μιλάμε για σένα. Ή αν πάει η κουβέντα σε σένα την αλλάζω αμέσως. Η κουβέντα. Το μυαλό άστο. Δεν φεύγει ποτέ από το πριν. Για πολλά χρόνια ήσουν ο εφιάλτης στον ύπνο μου. Σε έβλεπα χάλια, λιωμένο, πεταγόμουν. Χρόνια. Από ένα σημείο και μετά άρχισα να σε βλέπω καλά. Αυτά τα όνειρα δεν θέλω να τελειώνουν. Βλέπω ταξίδια μας, διακοπές μας, τις βλακείες μας, τους τσακωμούς μας. Αυτά προσπαθώ να θυμάμαι. Από τα τέσσερα χρόνια του καρκίνου θυμάμαι κάθε δευτερόλεπτο. Το πριν είναι λίγο θολό Νικόλα.
Θυμάμαι την virago. Όποτε μου έλεγες κάνε μια βόλτα κι εκείνο το κοφτό «πρόσεχε χοντρέ» εγώ πετούσα. Εσύ πάντα κούκλος. Με εκείνο το χρώμα των ματιών που όποιος τα έβλεπε έμενε. Αδύνατος. Τα παιδικά καλοκαίρια μας στον Πόρο. Μια σταλιά. Ήθελες να έχεις το καλύτερο καραβάκι. Τα εφηβικά μας καλοκαίρια στην Λέρο. Οργιάζαμε τότε. Αλλά πάντα μαζί. Τα πρώτα μας ξενύχτια. Τα πρώτα μας μεθύσια. Τι μεθύσια. Πάντα απορούσα πως δεν μας είχαν βρει σε κάποιο χαντάκι. Βιάστηκες να πέσεις μόνος σου τελικά. Ξέρεις τι προσπαθώ να κρατάω ζωντανό; Την φωνή σου. Δύσκολα τη θυμάμαι πια. Προσπαθώ.
Στο νεκροταφείο ήρθα μόνο τον πρώτο μήνα. Δεν ξαναήρθα. Δεν ήθελα να ξαναέρθω. Θυμάμαι ένα βράδυ με πολύ χιόνι μετά από χρόνια. Μου τηλεφώνησε το αφεντικό επειδή είχα τζιπ να πάω σιγά σιγά στο Φάληρο και να κάνω ροή για το καιρικό όλη την νύχτα. Πέρασα έξω από την πίσω μεριά του νεκροταφείου. Ήταν ο δρόμος μου. Όλα κατάλευκα. Και ήσυχα. Πολύ κρύο. Κι εσύ μέσα. Σταμάτησα για ένα λεπτό. Ήταν από τις λίγες φορές που έκλαψα Νικόλα. Σου είπα καληνύχτα κι έφυγα. Δεκαέξι χρόνια τώρα σου έχω βάλλει τις φωνές, σου έχω κρατήσει μούτρα, πολλές φορές στα δύσκολά μου. Όταν ήμασταν μικροί ήσουν ο μεγάλος και με βοηθούσες. Είμαι 48 και θα ήσουν στα 51. Πως να ήσουν άραγε. Λένε πως η ζωή συνεχίζεται. Ναι, μια άλλη ζωή. Με την μόνιμη απουσία και την μόνιμη παρουσία. Και ο χρόνος δεν γιατρεύει. Τι μύθος κι αυτός. Την δουλειά του κάνει απλώς. Περνάει.