Του Δημήτρη Γιαγτζόγλου
Μια χειμωνιάτικη μέρα του 1903, στην Βόρεια Καρολίνα, δύο άγνωστα αδέλφια από το Οχάιο, ο Γουίλμπερ και ο Όρβιλ Ράιτ έγραψαν ιστορία. Η εποχή των πτήσεων είχε μόλις αρχίσει. Ποιοι ήταν, όμως, οι αδελφοί Ράιτ και τι ρόλο έπαιξε η οικογένειά τους στο να πετύχουν αυτό το απίθανο κατόρθωμα;
Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι ήθελαν να κατακτήσουν τον ουρανό. Για τους αδελφούς Ράιτ όλε ξεκίνησαν με ένα παιχνιδάκι από την Γαλλία, κάτι σαν ένα μικρό ελικοπτεράκι που τους χάρισε ο πατέρας τους, ο οποίος πίστευε βαθιά την εκπαιδευτική αξία των παιχνιδιών. Δημιουργία ενός Γάλλου πειραματιστή του 19ου αιώνα, δεν ήταν παρά ένα ξυλαράκι με δύο έλικες και με περιστρεφόμενους πλαστικούς ιμάντες. «Για κοιτάξτε» είπε ο επίσκοπος πατέρας στους αδελφούς Ράιτ, έχοντας κρυμμένο στις χούφτες του το παιχνίδι. Μόλις το άφησε εκείνο πέταξε στο ταβάνι. Το ονόμασαν «νυχτερίδα». Η πρώτη δασκάλα του Όρβιλ στο θυμόταν στο θρανίο του τον μικρό να μαστορεύει με κάτι ξυλαράκια. Όταν τον ρώτησε τι σκάρωνε εκείνος απάντησε ότι έφτιαχνε μια μηχανή με την οποία αυτός και ο αδελφός του μια μέρα θα πετάξουν.
Οι δύο τους ήταν εντυπωσιακά αυτόνομοι, εργατικοί και ουσιαστικά αχώριστοι. «Αχώριστοι σαν δίδυμοι» έλεγε ο πατέρας τους και «αναντικατάστατοι» ο ένας για τον άλλον. Έμεναν στο ίδιο σπίτι, δούλευαν μαζί έξι μέρες της εβδομάδα, έτρωγαν μαζί, φύλαγαν τα χρήματά τους σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Βέβαια τα πράγματα δεν κυλούσαν πάντα ομαλά. Ενίοτε γίνονταν εξαιρετικά απαιτητικοί και επικριτικοί μεταξύ τους. Από πολλές απόψεις διέφεραν κιόλας . Ενώ ο Όρβιλ είχε έναν ρυθμό κανονικό, οι κινήσεις του Γουίλμπερ διέθεταν τρομακτική ενέργεια. Ο Γουίλμπερ ήταν πιο σοβαρός, πιο σχολαστικός και είχε εντυπωσιακή μνήμη. Ο Όρβιλ ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος, στην κριτική ή την κοροϊδία οποιασδήποτε μορφής.
Ο πατέρας τους, ο επίσκοπος Μίλτον Ράιτ, ταξίδευε συχνά για εκκλησιαστικά ζητήματα. Η αδελφή τους, η Κάθριν, έξυπνη, εμφανίσιμη, ιδιαιτέρως ισχυρογνώμων και η μοναδική απόφοιτος κολεγίου της οικογένειας. Η μητέρα τους η Σούζαν ήταν κόρη γερμανού κατασκευαστή αμαξών. Τα παιδιά της την περιγράφουν ως εξαιρετικά έξυπνη, τρυφερή και αβάσταχτα ντροπαλή. Ήταν μια αληθινή «μεγαλοφυϊα» στις κατασκευές, ιδίως παιχνιδιών. Όλοι ήξεραν πως η επιδεξιότητα των αγοριών στα μηχανολογικά προερχόταν από την μητέρα τους.
Ένα σημαντικό μέρος των γεωγραφικών γνώσεων της οικογένειας, αλλά και το συνεχόμενο ερέθισμα για την περιέργεια τους το τροφοδοτούσαν τα μακροσκελή γράμματα που τους έγραφε ο επίσκοπος πατέρας τους από τα ταξίδια του, ενώ συχνά βρισκόταν σε κάποιο τρένο. Από την πολλή μελέτη και την παρατήρηση της ίδιας της ζωής είχε συσσωρεύσει ένα ανεξάντλητο απόθεμα συμβουλών σε θέματα συμπεριφοράς, καλών και κακών συνηθειών, πραγμάτων που πρέπει κανείς να προσέχει στην ζωή του, στόχων που πρέπει να επιδιώκει. Στο σπίτι κήρυττε της «καλή στόφα» όπως έλεγε, και την καρτερικότητα. Φρόντιζε πάντα να φέρεται στα παιδιά του, που έμεναν μαζί τους στο σπίτι, με την ίδια στοργή, επαινώντας το καθένα για τα δικά του χαρίσματα ή την συμβολή του στην οικογένεια.
Ο Γουίλμπερ στα νιάτα του αρίστευε στα πάντα, είχε έφεση στα αθλήματα και ήταν εκπληκτικός μαθητής. Όλοι έλεγαν ότι θα πήγαινε στο Γέιλ. Τα σχέδια αυτά έληξαν άδοξα όταν ενώ έπαιζε χόκεϊ δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο με ρόπαλο κι έσπασε σχεδόν όλα τα επάνω μπροστινά του δόντια. Για εβδομάδες υπέφερε από ανυπόφορους πόνους στο πρόσωπο και στο σαγόνι και χρειάστηκε να βάλει ψεύτικα δόντια. Ακολούθησαν κρίσεις κατάθλιψης. Κανείς δεν ξαναμίλησε για το Γέιλ.
Η συλλογή των βιβλίων της οικογένειας Ράιτ ήταν κάθε άλλο παρά μικρή και συνηθισμένη. Ο πατέρας, λάτρης των βιβλίων υπερασπιζόταν ολόψυχα την ανεκτίμητη αξία του διαβάσματος. Ανάμεσα στην επίσημη μόρφωση του σχολείου και στην ανεπίσημη μόρφωση του σπιτιού, μάλλον έδινε περισσότερη αξία στην δεύτερη. Ποτέ δεν τον απασχολούσε υπερβολικά η παρακολούθηση των μαθημάτων στο σχολείο. Εάν κάποιο από τα παιδιά αποφάσιζε να μην πάει για μια δυο μέρες στο σχολείο για να καταπιαστεί με ένα εγχείρημα ή μια δραστηριότητα που έβρισκε αξιόλογη, δεν τον πείραζε καθόλου. Το ενδιαφέρον είναι, ότι παρά την ατελείωτη αφοσίωσή του επισκόπου στο εκκλησιαστικό έργο, η θρησκεία σπανίως αναφερόταν στα γράμματά του προς τα παιδιά του ή στα γράμματα που του έγραφαν εκείνα. Η διακόσμηση του σπιτιού δεν περιλάμβανε θρησκευτικές εικόνες ούτε βιβλικές ρήσεις, με εξαίρεση μια έγχρωμη εικόνα της Αγίας Δωροθέας που κρεμόταν στα αριστερά του τζακιού στο σαλόνι (προστάτιδα της μουσικής) και στο σημείο εκείνο ο Όρβιλ συνήθιζε να αφήνει το μαντολίνο του ακουμπισμένο στον τοίχο.
Χρόνια αργότερα, κάποιος φίλος είπε στον Όρβιλ ότι εκείνος και ο αδελφός του αποτελούν πάντα παράδειγμα της προόδου που μπορούν να σημειώσουν Αμερικανοί χωρίς ιδιαίτερα πλεονεκτήματα. «Μα δεν είναι αλήθεια» απάντησε με έμφαση ο Όρβιλ «ότι δεν είχαμε ιδιαίτερα πλεονεκτήματα. Το σπουδαιότερο όφελος για μας ήταν ότι μεγαλώσαμε σε μια οικογένεια που ανέκαθεν ενθάρρυνε πολύ την περιέργεια του πνεύματος».
Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο του David McCullough ΑΔΕΛΦΟΙ ΡΑΪΤ (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις KEYBOOKS). Ο συγγραφέας που έχει χαρακτηριστεί ως «μάστερ της αφηγηματικής ιστορίας» έχει κερδίσει δύο βραβεία Πούλιτζερ. Για αυτό το καθηλωτικό βιβλίο αντλεί περιεχόμενο από το πλούσιο αρχείο της οικογένειας Ράιτ, το οποίο περιελάμβανε ημερολόγια, σημειωματάρια και περισσότερες από χίλιες επιστολές. Προσπάθησε έτσι να σκιαγραφήσει την ανθρώπινη πλευρά των αδελφών Ράιτ.