«Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών είμαστε πλέον μαζί, μετά από μια μακρά περίοδο ακραίου λαϊκισμού, για να επιστρέψουμε σαν κοινωνία και σαν πολιτεία στη δημοκρατική και θεσμική κανονικότητα. Να αναδειχθούν και πάλι οι έννοιες της συλλογικής εθνικής ευθύνης, να τελειώσει η ανεύθυνη λαϊκίστικη ρητορική, να αποκατασταθεί η θεσμική λειτουργία της δημοκρατίας και της πολιτείας, να αποκτήσουν περιεχόμενο και νόημα οι έννοιες νόμος, διαφάνεια και δικαιοσύνη, να εμπεδωθεί το αίσθημα ασφάλειας των Ελλήνων πολιτών, να προωθηθούν οι απαραίτητες τομές και μεταρρυθμίσεις, που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσημο και θα θεμελιώσουν ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος.
Αυτός ο αγώνας που έχει ξεκινήσει η πατριωτική δημοκρατική παράταξή μας με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα γίνει στο όνομα της πατρίδας, της κοινωνίας και ιδιαίτερα του κομματιού της εκείνου, που είναι μεγάλο και υποφέρει, στο όνομα της διαλυμένης μεσαίας τάξης, των ανθρώπων της δουλειάς και της προσπάθειας, των συνταξιούχων, των ανήμπορων και των νέων ανθρώπων που δικαίως απαιτούν να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που θα τους επιτρέπει να ασκούν απρόσκοπτα το δικαίωμά τους στην πρόοδο, στην εργασία και στη ζωή», τονίζει ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Τα Νέα».
Ο κ. Αβραμόπουλος είπε ότι ήταν ζήτημα ευθύνης και συνέπειας να παραμείνεις τη θέση του επιτρόπου, μιλώντας για την απόφαση του. «Ευθύνης προς την Ελλάδα, γιατί αποχώρησή μου τώρα θα σήμαινε πέντε μήνες χωρίς Έλληνα επίτροπο στην Κομισιόν, αφού η θέση στο ενδεχόμενο αυτό, με βάση τον εσωτερικό κανονισμό, δεν θα αναπληρωνόταν μέχρι να ξεκινήσει η νέα Επιτροπή, με συνέπεια η Ελλάδα να ήταν απούσα την ώρα που γίνονται σημαντικές διαβουλεύσεις και λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις. Είναι όμως και θέμα συνέπειας, αφού το χαρτοφυλάκιο αυτό με τα σημαντικά θέματα του Μεταναστευτικού και της Ασφάλειας, όπως γνωρίζετε, είναι ακόμα στην κορυφή όχι μόνο της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας ατζέντας», είπε χαρακτηριστικά.
Για την επόμενη μέρα των εκλογών ο κ. Αβραμόπουλος είπε ότι «καταρχήν, ας μιλήσουμε για την επόμενη μέρα των εκλογών, που θέλει έναν ισχυρό και αυτοδύναμο Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος θα αποδειχθεί, γιατί το πιστεύει, πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων», ενώ σε ό,τι αφορά το δικό του μέλλον είπε, «Όταν έρθει λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου, η όποια αποστολή και ο όποιος ρόλος μου ανατεθεί, αυτό είναι αποκλειστικά στην κρίση του Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον οποίον πάντα υπήρχε και ακόμα περισσότερο τώρα υπάρχει πλήρης συναντίληψη για όλα τα κρίσιμα ζητήματα, που θα κληθεί να χειρισθεί η νέα κυβέρνηση και βέβαια το σημαντικότερο είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ξέρετε, έχοντας θητεύσει κοντά στον αείμνηστο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη σε θέση υψηλής εμπιστοσύνης και ανήκοντας σε αυτήν τη σχολή πολιτικής σκέψης και αντίληψης, όπου πάντα κυριαρχούσε η εθνική ανάγκη για ενότητα και συνεννόηση, πιστεύω ότι μετά από μία περίοδο σκληρών πολιτικών αντιπαραθέσεων και διχαστικών νοοτροπιών και συμπεριφορών, ο Κυριάκος θα συμβάλλει στην ενίσχυση της κοινωνικής και εθνικής ενότητας και θα είναι ένας καλός, συνετός και αποτελεσματικός πρωθυπουργός».
Για το μεταναστευτικό, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος είπε, «Τον αιφνιδιασμό των όσων ζήσαμε το 2015 με τις αθρόες ανεξέλεγκτες ροές αλλά και τις τρομοκρατικές ενέργειες διαδέχθηκε μια μεγάλη προσπάθεια και μία σειρά από πολιτικές πρωτοβουλίες, που σήμερα μας έχουν φέρει στην προ της κρίσεως 2015 κατάστασης. Η Ευρώπη πλέον έχει στρατηγική και μηχανισμούς. Διαχειρίζεται καλύτερα τα σύνορά της, σώζει ζωές, ανέπτυξε συνέργειες με τρίτες χώρες και συνεχίζει να παρέχει επιχειρησιακή και οικονομική βοήθεια στις χώρες πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα.
Ενδιάμεσα, η ανησυχητική άνοδος του εθνικισμού και του λαϊκισμού που επηρέασε αισθητά κυβερνήσεις κρατών-μελών, που στηριζόντουσαν σε λαϊκίστικα μικρά κόμματα, προκάλεσε ρήγματα στην ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά δεν την ανέτρεψε. Σήμερα ωστόσο, παρατηρούμε ότι τα λαϊκίστικα κινήματα περιθωριοποιούνται σιγά σιγά, και οι νέοι θεσμοί, τα νέα όργανα και σχήματα με πρώτο εκείνο της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Συνοριοακτοφυλακής, και της ευρωπαϊκής πολιτικής για την υιοθέτηση κοινής πολιτικής ασφάλειας, για τις οποίες πολιτικές είμαι υπερήφανος, διότι αυτήν την ευθύνη ανέλαβα το 2014, ξεκινώντας από το μηδέν, επιτρέπουν στην Ευρώπη να αισθάνεται καλύτερα προετοιμασμένη και πιο ασφαλής. Θα πρέπει όμως να είμαστε σε εγρήγορση, συνεχίζοντας και ενισχύοντας τις πολιτικές αυτές και αυτό θα είναι μία από τις υποχρεώσεις της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα αναλάβει μετά τον Οκτώβριο».