26 Οκτωβρίου 1957. Φράιμπουργκ, Γερμανία. Πεθαίνει μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες της ελληνικής λογοτεχνίας και σκέψης. Ο Νίκος Καζαντζάκης. Τον Καζαντζάκη η Εκκλησία και το κράτος τον πολέμησαν όχι απλά μέχρι το τέλος, αλλά και μετά το τέλος του. Ο δημοσιογράφος Γιώργος Πράτανος σε ένα απολαυστικό μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ο Ανεπιθύμητος νεκρός» καταπιάνεται με την, για πολλούς, άγνωστη ιστορία της ταφής του Καζαντζάκη στο Ηράκλειο, που έγινε δέκα μέρες μετά τον θάνατό του, σε ένα πολεμικό κλίμα από την Εκκλησία, το κράτος και ακροδεξιά στοιχεία.
Του Δημήτρη Γιαγτζόγλου
Το βράδυ του θανάτου του, η Ελένη Καζαντζάκη, σύζυγος του σπουδαίου διανοητή, στην προσπάθειά της να οργανώσει την κηδεία του άντρα της, «θα αντιμετωπίσει προκλήσεις, προδοσίες και προσβολές και για μόνη διαφυγή θα έχει τις αναμνήσεις από την συναρπαστική ζωή με τον μεγάλο στοχαστή. Η αρχική αποστροφή της προς τον Καζαντζάκη… το αναπάντεχο φλερτ του. Ο αντισυμβατικός τρόπος με τον οποίο την προσκάλεσε να μείνουν στη Μόσχα. Ο διωγμός τους από το κατεστημένο και τα χαμένα Νόμπελ για τα οποία τόσο αγωνίστηκαν.
Την ίδια ώρα σε μια Αθήνα που μόλις ξεπερνάει το σοκ των πολέμων, ο νεαρός Φρέντυ Γερμανός αναλαμβάνει το πρώτο μεγάλο ρεπορτάζ της καριέρας του : Να καλύψει δημοσιογραφικά την επικείμενη κηδεία, τις προθέσεις του απλού λαού, αλλά και τις απίστευτες μηχανορραφίες που στήνονται, προκειμένου ο Καζαντζάκης να μην λάβει την τελευταία τιμή που του πρέπει στην Ελλάδα».
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο. Μέσα από τα μάτια της Ελένης…
«Τι έγινε; Τον βρήκατε τελικά τον Θεό σας;» Ρώτησε η Ελένη τον σύζυγό της με περιπαικτική διάθεση και την επιθυμία να ξεκινήσει μια κουβέντα που θα τον βοηθήσει να ξεχάσει λίγο τον πόνο του κι εκείνη να δοκιμάσει την διαύγειά του.
«Όχι»
«Και δεν θα τον βρείτε;» επέμεινε, σαν να μην την αποθάρρυνε το ξερό «όχι» που εισέπραξε. Σαν εκείνος να είχε άφθονο χρόνο μπροστά του.
«Θα τον βρουν άλλοι» της απάντησε κατάκοπος. Και σώπασε. Μαζί του σώπασε και η Ελένη, που ευχόταν αυτή η σιωπή να είναι παροδική. Η ευχή της πραγματοποιήθηκε, αλλά όχι με τον τρόπο που επιθυμούσε.
«Νερό!» φώναξε ξαφνικά ο σύζυγός της. «Νερό!»
Του έδωσε αμέσως. Έπειτα του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά, σαν αν φοβόταν μην τον πονέσει. Η σιωπή έφερε την ακινησία. Και η νεκρική σιγή που κυριάρχησε στο κατάλευκο δωμάτιο κατέρρευσε στο ξέσπασμά της:
«Δώσε μου την ευχή σου καλέ μου. Κάνε να ακολουθήσω τον δρόμο που χάραξες» είπε πνιχτά ανάμεσα σε λυγμούς.
Έπειτα, αργά και προσεκτικά, σχεδόν τελετουργικά, έκλεισε με το αριστερό χέρι της τα μάτια του και με το δεξί τα δικά της, μόνο που τα δάκρυα ήταν ασυγκράτητα.
Και τι δεν χρωστάμε στον Καζαντζάκη. Πόσους δρόμους του μυαλού μας δεν άνοιξε; Μια φράση του τόσο αληθινή. «Ευλογημένη η κακοτυχία που μας επιτρέπει να ζυγιάζουμε την ψυχή μας και να την βρίσκουμε άξια», έλεγε σε κάθε εμπόδιο.
«Ο ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ ΝΕΚΡΟΣ» του Γιώργου Πράτανου – Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ