Νέα εποχή για τη Μινέρβα Ελαιουργική. Σύμφωνα με πληροφορίες, η εταιρεία πέρασε στον έλεγχο του επενδυτικού fund Deca έναντι τιμήματος που άγγιξε τα 45 εκατ. ευρώ (41 εκατ. λίρες αγγλίας). Η σχετική συμφωνία υπεγράφη χθες το βράδυ, ύστερα από διαπραγματεύσεις που κράτησαν αρκετό διάστημα ενώ σε λίγες ώρες αναμένονται και οι επίσημες ανακοινώσεις. Εκτμάται ότι η διαδικασία μεταβίβασης της εταιρείας στο νέο ιδιοκτήτη αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στον Σεπτέμβριο.
Η διαδικασία πώλησης της εταιρείας, η οποία από το 1977 ανήκει στον διεθνή όμιλο ελληνικών συμφερόντων Peterson Zochonis, ξεκίνησε πριν από περίπου τέσσερις μήνες. Στην κούρσα της διεκδίκησης είχε μπει και η βιομηχανία ζυμαρικών Μέλισσα Κίκιζας, η πρόταση της οποίας δεν καρποφόρησε.
Η Μινέρβα παρά την πτώση εξακολουθεί να αποτελεί ένα αρκετά αναγνωρίσιμο brand, με ισχυρή παρουσία στην κατηγορία του ελαιολάδου και σημαντικές δυνατότητες στην κατηγορία των τυροκομικών.
Τα τελευταία χρόνια, η εταιρεία προχώρησε σε μεγάλες επενδύσεις και αρκετές εξαγορές, με πιο πρόσφατη την απόκτηση του brand Ξύδι ΤΟΠ από την πολυεθνική Pernod Ricard και λίγα χρόνια πριν έκανε την είσοδό της σε νέες κατηγορίες, όπως τα τυροκομικά με αιχμή την φέτα. Βέβαια, με εξαίρεση το ελαιόλαδο όπου έχει ηγετική παρουσία, δεν κατάφερε να κάνει την διαφορά ούτε στην κατηγορία του βουτύρου, αλλά ούτε και στη φέτα με τη σειρά, Χωριό, αν και επενδύθηκαν αρκετά χρήματα.
Σήμερα, η εταιρεία διαθέτει τρία εργοστάσια παραγωγής: ένα στο Σχηματάρι του νομού Βοιωτίας, ένα στο Επισκοπικό του νομού Ιωαννίνων για την παραγωγή φέτας και ένα στην Ανδραβίδα του νομού Ηλείας, το οποίο λειτουργεί ως σταθμός συλλογής γάλακτος. Η παραγωγική μονάδα που είχε η εταιρεία στον Πειραιά για την παραγωγή ξυδιού (την απέκτησε το 2014 μετά την εξαγορά του ξυδιού ΤΟΠ), μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις στο Σχηματάρι και το παλιό εργοστάσιο διατέθηκε προς πώληση.
Στην εταιρεία απασχολούνταν στις 31 Μαΐου 2018 193 άτομα. Κατά την τελευταία χρήση υποχώρησε επίσης ο κύκλος εργασιών κατά σχεδόν 10 εκατ. ευρώ, στα 55,6 εκατ. ευρώ λόγω των έντονων προσφορών ενώ υπήρξε και συρρίκνωση στο περιθώριο μικτού κέρδους, στο 19% από 22% εξαιτίας του υψηλού κόστους των πρώτων υλών. Επιπλέον, υπήρξε κατακόρυφη μείωση της κερδοφορίας, η οποία σχεδόν εξανεμίστηκε, αφού περιορίστηκε σε 343,4 χιλ. ευρώ τη χρήση 2017/2018 από 2,3 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη προηγούμενη χρήση.