GOOGLE NEWS, ΠΟΛΙΤΙΚΗ

«Μάλωσαν» την Τουρκία, «μάλωσαν» και την Ελλάδα οι Ευρωπαίοι

Οι Ευρωβουλευτές ζητούν να σταματήσει η Ευρώπη να χρηματοδοτεί την μεγαλομανία και την προκλητικότητα του Ερντογάν. Από την άλλη όμως τα νέα δεν είναι καλά και για την χώρα μας. Αν και η Ευρώπη καταλαβαίνει τον αγώνα της Ελλάδας κατακρίνει τις συνθήκες που επικρατούν για τους πρόσφυγες χωρίς όμως να προσφέρει λύσεις.

Γράφει ο Κώστας Αττίας

Εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενημέρωσαν τα μέλη των Επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τα αποτελέσματα της Διευκόλυνσης της ΕΕ για τους πρόσφυγες στην Τουρκία, αλλά και για τη γενικότερη εφαρμογή της Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, δηλαδή της συμφωνίας του Μαρτίου 2016 για την παύση των προσφυγικών ροών από την Τουρκία προς την ΕΕ.

Η Τουρκία δέχτηκε αρνητική κριτική και αρκετοί Ευρωβουλευτές αναφέρθηκαν στην μονομερή παρέμβαση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στη Βορειοανατολική Συρία.

Στο θέμα της χρηματοδότησης που καίει τον Ερντογάν οι Ευρωβουλευτές τόνισαν ότι οι πόροι της ΕΕ δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για να υποχρεωθεί ο διαφεύγων πληθυσμός της Συρίας να επιστρέψει στη χώρα του. Μερικοί επέκριναν επίσης την έλλειψη οποιασδήποτε προόδου τα τελευταία χρόνια, ενώ ο αριθμός των αφίξεων προσφύγων σε εδάφη της ΕΕ μειωνόταν, στην κατεύθυνση της σύστασης ενός οργανωμένου και αποτελεσματικού κοινού συστήματος ασύλου.

Στην Ευρωβουλή και ο Χρυσοχοΐδης

Οι Ευρωβουλευτές συζήτησαν επίσης την κατάσταση στα ελληνικά νησιά με τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Δυστυχώς όμως τα αποτελέσματα της κουβέντας αυτής δεν είχαν μόνο καλά λόγια για την Ελλάδα αλλά και έντονη κριτική.

Αν και οι περισσότεροι ομιλητές επαίνεσαν τις προσπάθειες που έχουν καταβάλει οι αρχές της Ελλάδας και κατέκριναν το έλλειμα αλληλεγγύης από τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ, δεν προσφέρθηκαν κάποιες λύσεις. Από την άλλη μεριά οι Ευρωβουλευτές στάθηκαν ιδιαίτερα στις συνθήκες στις οποίες διαβιούν χιλιάδες αιτούντες άσυλο, τις οποίες κάποιοι χαρακτήρισαν φριχτές.
Οι ευρωβουλευτές καταδίκασαν ανάμεσα σε άλλα τον υπερπληθυσμό στις εγκαταστάσεις, την έλλειψη βασικής περίθαλψης και την απουσία μέτρων προστασίας των πιο ευάλωτων ομάδων.