Σύμφωνα με την Deutsche Welle, παρά την πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης που θέλει το κράτος να μην είναι υπεύθυνο για τις πράξεις των πολιτών του, πολλά θύματα καταναγκαστικής εργασίας και τρομοκρατικών πράξεων της Βέρμαχτ εξακολουθούν να διεκδικούν επανορθώσεις στα ιταλικά δικαστήρια.
Κάποια από τα θύματα έζησαν τον εφιάλτη το καλοκαίρι του 1944 στη Τσιβιτέλα, μία κωμόπολη στους λόφους της Τοσκάνης. Ήταν 29 Ιουνίου όταν η Βέρμαχτ μπήκε στην Τσιβιτέλα, λίγες μέρες αφότου τρεις Γερμανοί στρατιώτες είχαν πέσει νεκροί σε ενέδρα. «Στις επτά το πρωί ήχησαν οι καμπάνες για την εκκλησία» θυμάται η 83χρονη σήμερα Ίντα Μπαλό. «Η μητέρα μου πήγε στη λειτουργία, εγώ έμεινα στο κρεβάτι μου και ξαφνικά άκουσα πυροβολισμούς. Ήμουν σίγουρη ότι είχαν φτάσει οι Άγγλοι επιτέλους».
Στην πραγματικότητα δεν είχαν φτάσει τα συμμαχικά στρατεύματα, αλλά η μεραρχία αλεξιπτωτιστών «Χέρμαν Γκέρινγκ» που ήθελε να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο των τριών Γερμανών στρατιωτών. «Μία ολόκληρη σειρά από οπλοπολυβόλα σκόπευαν προς την εκκλησία. Κάποιοι από τους στρατιώτες γελούσαν» θυμάται η Ίντα Μπαλό. «Και στο προαύλιο της εκκλησίας άρχιζαν να διαχωρίζουν τους κατοίκους της πόλης όπως γινόταν και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης: δεξιά οι άνδρες, αριστερά οι γυναίκες…» Την ίδια μέρα, στις 29 Ιουνίου του 1944, οι περισσότεροι άνδρες της Τσιβιτέλα εκτελέστηκαν.
Σύμφωνα με τη Deutsche Welle , η Γερμανία αρνήθηκε να καταβάλει ως κράτος την αποζημίωση ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ που επιδίκασε το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας καταδικάζοντας την τότε Ομοσπονδιακή Γερμανία, και προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης όπου και δικαιώθηκε. Το 2012 οι δικαστές αποφάσισαν ότι ένα κράτος δεν μπορεί να καταστεί υπεύθυνο για τις πράξεις των πολιτών του και στη βάση αυτής της επιχειρηματολογίας η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απορρίπτει τις αξιώσεις περί επανορθώσεων. Όπως δήλωνε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γκίντο Βέστερβελε «η πεποίθησή μας είναι ότι μετά από τόσες δεκαετίες καλής συνεργασίας στην Ευρώπη ανάμεσα στη Γερμανία και την Ιταλία έχουν κλείσει τα ζητήματα των αποζημιώσεων».
«Αποτελεί οπισθοδρόμηση το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν είχε το θάρρος να αξιολογήσει τον πολίτη ως πιο σημαντικό από την εθνική κυριαρχία ενός κράτους» λέει ο Τζιανλούκα Λουκαρίνι, πρόεδρος της ένωσης θυμάτων του Μαρτσαμπότο, ενός οικισμού κοντά στη Μπολόνια, που είχε θρηνήσει 1.380 θύματα της Βέρμαχτ και των SS.
Η ελληνική πτυχή στην ιταλική υπόθεση
Παρά την πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, πολλά θύματα καταναγκαστικής εργασίας και τρομοκρατικών πράξεων της Βέρμαχτ εξακολουθούν να διεκδικούν επανορθώσεις. Πολλοί από τους ενάγοντες έχουν αναθέσει την υπόθεσή τους στον Γερμανό δικηγόρο Γιόαχιμ Λάου, ο οποίος κατέθεσε σχετικές αγωγές στο ιταλικό συνταγματικό δικαστήριο, απορρίπτοντας την επιχειρηματολογία περί «ασυλίας» του κράτους στη συγκεκριμένη περίπτωση. «Η δική μου επιχειρηματολογία είναι ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν πρέπει να θεωρούνται υποδεέστερα από τις κοινές αρχές του διεθνούς δικαίου», λέει ο ίδιος.
Πριν από λίγους μήνες το συνταγματικό δικαστήριο της Ρώμης έκανε δεκτή την επιχειρηματολογία αυτή. Έκτοτε η ιταλική πλευρά θεωρεί και πάλι ανοιχτό το ζήτημα των αποζημιώσεων. Σήμερα εκκρεμούν πολλές σχετικές προσφυγές στην ιταλική δικαιοσύνη. Μία από αυτές είναι και εκείνη που κατέθεσαν οι οικογένειες των θυμάτων από το Δίστομο, τις οποίες επίσης εκπροσωπεί ο Γιόαχιμ Λάου. Επιδίωξή τους είναι να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις τους περί επανορθώσεων στην Ελλάδα μέσω της ιταλικής δικαιοσύνης, για παράδειγμα με την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου στην Ιταλία.
Πηγή: Deutsche Welle