Το εάν όμως οι ελβετοί θα παραδώσουν τα κλειδιά του παραδείσου τους και των ελλήνων θαμώνων του στο ελληνικό κράτος είναι κάτι που απαιτεί πολύ περισσότερα από τις καλές προθέσεις που εκφράστηκαν στη χθεσινή συνάντηση του ελβετού υφυπουργού διεθνών Οικονομικών Θεμάτων Ζακ ντε Βατβίλ με τους υπουργούς Επικρατείας Νίκο Παππά και Παναγιώτη Νικολούδη.
Κύκλοι της αντιπολίτευσης και του οικονομικού επιτελείου Σαμαρά ήταν οι πρώτοι που προεξοφλούσαν χθες το βράδυ ότι η φορολόγηση του «μαύρου χρήματος» που έχει διαφύγει στις ελβετικές τράπεζες είναι «ευσεβείς πόθοι».
Και έφερναν ως επιχείρημα την προ ενός έτους άκαρπη συνάντηση του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα με την ελβετίδα ομόλογό του Εβελιν Βίλντμερ –Σλουμφ. Η κυρία Σλουμφ είναι γεγονός πως, τότε, είχε αποφύγει – διπλωματικά αλλά σταθερά – να δεσμευτεί για μια συμφωνία εφ΄άπαξ φορολόγησης των ελληνικών καταθέσεων στην Ελβετία ανάλογη με εκείνες που είχε ήδη συνάψει η χώρα της με την Βρετανία, την Γερμανία και την Αυστρία. Είχε μάλιστα δηλώσει τότε ότι αυτά «τα μοντέλα για τη ρύθμιση μη φορολογηθέντων χρημάτων θεωρούνται πλέον παρωχημένα».
Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του tvxs.gr, είναι πως έκτοτε ουδείς εκ της ελληνικής κυβέρνησης ενόχλησε ξανά είτε την κυρία Σλουμφ, είτε οποιονδήποτε άλλον συνάδελφό της. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, το ελβετικό κανάλι RTS Info έλεγε σε ρεπορτάζ του πως οι ελληνικές αρχές έχουν δείξει «αξιοπερίεργη αδράνεια» για τις αφορολόγητες καταθέσεις στην Ελβετία – υποστήριξε, δε, ότι ενώ τον Φεβρουάριο του 2014 η κυρία Σλουμφ είχε προτείνει συγκεκριμένη λύση για το θέμα στον κ. Στουρνάρα, απάντηση δεν έλαβε ποτέ.
Μόλις χθες επίσης, μετά τη συνάντηση με τον κ. Βατβίλ, κυβερνητικές πηγές σημείωναν ότι η ελβετική κυβέρνηση «εκφράζει την απορία της για την απουσία ενδιαφέροντος που είχε δείξει η Αθήνα για εκκρεμείς υποθέσεις ελλήνων πολιτών και επιχειρήσεων στην Ελβετία». Με πλέον χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε αποστείλει τον… αριθμό-ρεκόρ των 15 αιτημάτων για διαβίβαση στοιχείων φορολογικού ενδιαφέροντος.
Κι όσο απρόθυμοι κι εάν είναιοι Ελβετοί να δώσουν θυρίδες, καταθέσεις και ονόματα, τα 15 αιτήματα σε δυόμισι χρόνια δεν είναι και… ο ορισμός της στενής πολιτικής πίεσης που θα ασκούσε ένα κράτος στα όρια της χρεοκοπίας και με υπ’αριθμόν ένα διαρθρωτικό πρόβλημα την φοροδιαφυγή.
Αυτό που επιχειρεί τώρα η ελληνική κυβέρνηση είναι η επανεκκίνηση της προσπάθειας για μια εφ’ άπαξ φορολόγηση των καταθέσεων στην Ελβετία, στη βάση του γερμανικού και του βρετανικού μοντέλου. Κατ’ αυτό το μοντέλο, η Ελβετία επιβάλει εφ΄άπαξ φόρο στις καταθέσεις διατηρώντας το απόρρητο των στοιχείων των δικαιούχων, και στη συνέχεια αποδίδει τον φόρο που εισπράττει στην χώρα προέλευσης. Οι συμφωνίες αυτές προέβλεπαν φόρο 21%-41% για τα γερμανικά και τα βρετανικά κεφάλαια και 15%-38% για τα αυστριακά κεφάλαια.
Τα οφέλη, βεβαίως, που μπορεί να προσδοκά το ελληνικό δημόσιο εάν και όταν υπάρξει συμφωνία είναι ένας αρκούντως θολός στόχος. Ο αυστριακός οικονομολόγος Φρίντριχ Σνάιντερ ειδικός σε ζητήματα παραοικονομίας, δήλωσε προχθές ότι μια φορολογική συμφωνία με την Ελβετία θα μπορούσε να αποφέρει στο ελληνικό δημόσιο έως και 15 δις ευρώ.
Η εκτίμησή του μάλλον είναι υπεραισιόδοξη, με δεδομένο και το ότι ουδείς γνωρίζει μετά βεβαιότητας ποιο είναι το πραγματικό ύψος των αφορολόγητων καταθέσεων των Ελλήνων στην Ελβετία. Η πιο αξιόπιστη, αλλά και παλαιά πλέον, έκθεση είναι εκείνη της Boston Consulting Group που, το 2011, προσδιόριζε τα ελληνικά κεφάλαια στις ελβετικές τράπεζες κοντά στα 40 δις ευρώ. Από τότε, και μετά το μεγάλο bank run του 2012, εκτιμάται ότι το ποσό αυτό μπορεί να κυμαίνεται από τα 50 έως και τα 120 δις ευρώ.