Η Ελλάδα και η Ισπανία αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια τα υψηλότερα επίπεδα ανεργίας στην Ευρώπη. Οι προελεύσεις των προβλημάτων διαφέρουν, όμως οι διαστάσεις που έχει λάβει το φαινόμενο στις δύο χώρες έχουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως και οι λύσεις που προτείνονται.
Την πρώτη περίοδο της ευρωπαϊκής κρίσης, η Ισπανία κατείχε την πρώτη θέση σε ανεργία στην ΕΕ, αλλά η Ελλάδα την έφτασε και την ξεπέρασε στα μέσα του 2012. Σήμερα τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση, με το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και ακολουθείται από την Ισπανία, σταθερά τα τελευταία χρόνια.
Η διοικητής του ΟΑΕΔ Μαρία Καραμεσίνη, ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου, Γιώργος Αργείτης και ο ερευνητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Χόρχε Γκαλίντο μίλησαν στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο, σκιαγραφώντας την κατάσταση και προτείνοντας λύσεις.
Οι θλιβεροί αριθμοί
Στην Ισπανία το πρώτο τρίμηνο του 2015, χάθηκαν περίπου 114.000 θέσεις εργασίας στη χώρα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Ως αποτέλεσμα, η ανεργία αυξήθηκε, από το 23,7% στο τελευταίο τρίμηνο του 2014, στο 23,8% -παρά το γεγονός ότι σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2014, υπάρχουν 13.100 άτομα λιγότερα χωρίς απασχόληση. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι μειώνεται ο αριθμός του ενεργού εργασιακά πληθυσμού που λαμβάνεται υπόψη στις έρευνες.
Από την αρχή της κρίσης, το ποσοστό ανεργίας στην Ισπανία συνέχισε να αυξάνεται και έφτασε στο αποκορύφωμα του (26,9%) το πρώτο τρίμηνο του 2014. Στη συνέχεια άρχισαν να διαφαίνονται κάποια σημάδια ανάκαμψης.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τον Ιανουάριο του 2015 η ανεργία ανήλθε σε 25,7%, σημειώνοντας μικρή πτώση σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2014, που βρισκόταν περίπου στο 26%, με τον αριθμό των ανέργων να μειώνεται στα 1,22 εκατομμύριο άτομα, από 1,23 εκατ.
Παράλληλα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η χώρα διατηρεί τα υψηλότερα ποσοστά και στην ανεργία των νέων στην ΕΕ, μαζί με την Ισπανία (50,1%).
Μάλιστα, το τέταρτο τρίμηνο του 2014, οι άνεργοι που δεν είχαν εργαστεί ποτέ, δηλαδή οι νεοεισερχόμενοι άνεργοι αποτελούσαν το 24,3% του συνόλου των ανέργων και οι μακροχρόνια άνεργοι το 73%. (Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ).
Τα χαρακτηριστικά της ανεργίας
Αν και παλιότερα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το προφίλ του ανέργου στην Ελλάδα, αυτό είναι πλέον μάλλον αδύνατον. Οι κοινωνικές διαστάσεις του φαινομένου είναι πλέον τόσο γενικευμένες, που κάθε εργαζόμενος -λιγότερο ή περισσότερο- μπορεί να βρεθεί στη συγκεκριμένη θέση, ανεξαρτήτου φύλου, ηλικίας και εκπαιδευτικής κατάρτισης.
«Η ανεργία στην Ελλάδα, λόγω του μεγάλου όγκου της, αφορά αυτή τη στιγμή ανθρώπους όλων των ηλικιών, των φύλων, των εκπαιδευτικών επιπέδων. Δηλαδή, η έκρηξη της ανεργίας έχει ενσωματώσει στην κατηγορία των ανέργων κατηγορίες που παλαιότερα θεωρούσαμε προστατευμένες. Δεν περιορίζεται στις παραδοσιακές για την Ελλάδα κατηγορίες των ανέργων, δηλαδή τους νέους και τις γυναίκες», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η διοικητής του ΟΑΕΔ Μαρία Καραμεσίνη και προσθέτει ότι «τα στοιχεία δείχνουν μία σχετικά ομοιόμορφη κατανομή. Στις ηλικίες 15-29 έχουμε το 30% των ανέργων, στις ηλικίες 30-49 το 54% με 55% των ανέργων και από 50 έως 64 έχουμε το 15% των ανέργων».
Στην Ισπανία «έχουν καταστραφεί αναλογικά περισσότερες θέσεις εργασίας του κατασκευαστικού κλάδου και των ανειδίκευτων εργαζομένων παροχής υπηρεσιών, καθώς και θέσεις εργασίας ατόμων με χαμηλό ή μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης, όπως και θέσεις με επισφαλείς συμβάσεις εργασίας», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ερευνητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης, Χόρχε Γκαλίντο.
Και στην Ελλάδα, όμως, υπάρχει ευθεία συσχέτιση της ανεργίας με το εκπαιδευτικό επίπεδο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η ανεργία των κατόχων μεταπτυχιακών-διδακτορικών τίτλων φτάνει το 13,1%, των πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 19,8%, των αποφοίτων ανώτερων τεχνολογικών επαγγελματικών σχολών το 27,%, των αποφοίτων λυκείου το 28,9%, των αποφοίτων γυμνασίου το 30,1%, όσων έχουν μόνο απολυτήριο δημοτικού το 25%, όσων έχουν φοιτήσει μόνο σε κάποιες τάξεις του δημοτικού το 43% και όσων δεν έχουν φοιτήσει σε καμία εκπαιδευτική βαθμίδα το 41%.
Εξάλλου, με δεδομένες τις τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις, η ανάγκη των αγορών εργασίας για υψηλά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό κλιμακώνεται διαρκώς. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, «όσο αυξάνεται ο αριθμός των ανέργων, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες εύρεσης εργασίας για εκείνους που δεν διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες».
Στην Ισπανία, ένα από τα πράγματα που έχουν αλλάξει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης είναι «το είδος των συμβολαίων που έχουν χαθεί. Στην αρχή είχαν περισσότερα προβλήματα οι εργαζόμενοι με ορισμένου χρόνου συμβάσεις, σε σχέση με τους αορίστου χρόνου. Στο τέλος, ωστόσο, οι αορίστου χρόνου άρχισαν επίσης να απολύονται, καθώς δεν υπήρχε πλέον προσωπικό με διαφορετικές συμβάσεις για να απολυθεί», εξηγεί ο Χόρχε Γκαλίντο.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία, η ελαστικοποίηση είναι από τις σημαντικότερες αλλαγές των τελευταίων χρόνων στην αγορά εργασίας.
«Τα ορισμένου χρόνου συμβόλαια έχουν αυξηθεί από τότε που ξεκίνησε η κρίση, και η τελευταία μεταρρύθμιση του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος κάνει τη χρήση τέτοιων συμβολαίων ακόμα ευκολότερη. Είναι ως επί το πλείστον συμβόλαια μερικής απασχόλησης, όχι από επιλογή του εργαζόμενου. Στην πραγματικότητα, οι εργαζόμενοι θα ήθελαν να έχουν συμβάσεις περισσότερων ωρών εργασίας (μεταξύ των νέων κάτω των 30 ετών το ποσοστό αυτό είναι 68%). Τα συμβόλαια αυτά στην Ισπανία είναι διαφορετικά από τα συμβόλαια μερικής απασχόλησης στην Ολλανδία και τη Φινλανδία, όπου σε μεγάλο βαθμό επιδιώκονται από τους εργαζόμενους. Με αυτή την έννοια, τα συμβόλαια μερικής απασχόλησης για ανειδίκευτους μπορούν να αποτελέσουν πηγή κινδύνου φτώχειας», υποστηρίζει ο κ. Γκαλίντο.
«Σήμερα ένα από τα φαινόμενα που απασχολούν αρκετά την Ευρώπη και τα συνδικάτα είναι η νέα κατηγορία του εργαζόμενου φτωχού. Πρόκειται δηλαδή για εργαζόμενους με 300 ευρώ, το εισόδημα των οποίων είναι κάτω από το όριο της φτώχειας», τονίζει, από την πλευρά του, ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης και προσθέτει:
«Η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων δημιούργησε και μία σειρά άλλων επιπτώσεων στην αγορά εργασίας. Δηλαδή, ουσιαστικά μοίρασε τον τρέχοντα όγκο της απασχόλησης σε περισσότερους εργαζόμενους, είναι αυτό που ονομάζουμε αύξηση της μερικής απασχόλησης, ή των επισφαλών μορφών εργασίας».
Το χαρακτηριστικό της ανεργίας που απασχολεί περισσότερο τους ερευνητές και τους επιστήμονες είναι ίσως η μακροχρόνια ανεργία.
Τα ποσοστά είναι εντυπωσιακά, τόσο στους νέους, όσο και στους μεγαλύτερους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ηλικιακή ομάδα 15-24, περίπου το 60% είναι μακροχρόνια άνεργοι, επί του συνόλου των άνεργων νέων.
«Η μακροχρόνια ανεργία κλιμακώνεται προς τα πάνω ανάλογα με την ηλικία. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερος είσαι, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να είσαι μακροχρόνια άνεργος. Γενικά όμως τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας στη χώρα μας είναι τρομακτικά μεγάλα», εξηγεί η κ. Καραμεσίνη.
Τα μεγάλα ποσοστά της ανεργίας και τα χαρακτηριστικά της, και στις δύο χώρες, έχουν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των ατόμων που λαμβάνουν την απόφαση να μεταναστεύσουν, κυρίως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς αναζήτηση καλύτερου εργασιακού μέλλοντος. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό της κινητικότητας των Ελλήνων πολιτών εντός της ΕΕ αυξήθηκε κατά 170% και των Ισπανών κατά 107%.