Νέα αυστηρή παρέμβαση έκανε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Ελλάδα.
Σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Passauer Neue Presse, μετά την κατηγορηματική απόρριψη από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα της πρότασης των θεσμών για επίλυση του ελληνικού προβλήματος, ο Μάρτιν Σουλτς είπε ότι ο έλληνας πρωθυπουργός παίζει παιχνίδια.
Αντιθέτως, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, περισσότερη υπομονή με την Ελλάδα ζητεί ο πρόεδρος της Ένωσης Γερμανών Εργοδοτών Ίνγκο Κράμερ, ο οποίος τόνισε στην ίδια εφημερίδα ότι η παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη δεν έχει μόνο οικονομική αλλά και πολιτική διάσταση.
«Αν δεν παραμείνει η χώρα στο ευρώ», επεσήμανε ο κ. Κράμερ, «σε 10 χρόνια θα αναρωτιόμαστε όλοι μας γιατί δεν μπορέσαμε να υπερασπιστούμε το κοινό μας νόμισμα».
Την «υπομονή» όμως με την Ελλάδα την εξαρτά από «την ετοιμότητά της για μεταρρυθμίσεις και μείωση του επιπέδου των κοινωνικών παροχών», που είναι, όπως υποστηρίζει, υψηλότερο συγκριτικά με μια σειρά από χώρες που έχουν δανείσει χρήματα στην Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ, πληθαίνουν οι φωνές στους κόλπους των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών που εκφράζουν πλέον δημόσια την αντίθεση τους στην παροχή περαιτέρω βοήθειας στην Ελλάδα. Η άρνησά τους αφορά το τρέχον πρόγραμμα και πολύ περισσότερο ένα τρίτο δανειακό πακέτο.
Σε εκτενές άρθρο του περιοδικού der Spiegel υπενθυμίζεται ότι στο περιθώριο της τελευταίας ψηφοφορίας που αφορούσε την χρονική παράταση του δευτέρου πακέτου για την Ελλάδα τον περασμένο Φεβρουάριο, 118 μέλη από τα 311 μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας, δηλαδή περισσότεροι από το ένα τρίτο των βουλευτών των δύο χριστιανικών κομμάτων, είχαν ονομαστικά δηλώσει ότι δεν πρόκειται να ψηφίσουν υπέρ ενός τρίτου πακέτου.
Σε αυτούς που αρνούνται πρόσθετη βοήθεια περιλαμβάνονται τουλάχιστον δύο μέλη του προεδρείου της κοινοβουλευτικής ομάδας, ο πρόεδρος της ομάδας εργασίας για τα μεσαία στρώματα, στην οποία ανήκουν περισσότεροι από τους μισούς βουλευτές, ο Βόλφγκανγκ Μπόσμπαχ, πρόεδρος της επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων του γερμανικού κοινοβουλίου, αλλά και ο πρόεδρος της επιτροπής για θέματα Οικονομίας Πέτερ Ράμσαουερ.