Η αξέχαστη Αλίκη Βουγιουκλάκη, το πιο λαμπρό αστέρι του ελληνικού κινηματογράφου, πίσω από τη λάμψη και το μοναδικό της χαμόγελο, έκρυβε μια μεγάλη πληγή: τον τραγικό θάνατο του πατέρα της από αντάρτες κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο οποίος και τη σημάδεψε ανεξίτηλα από τη νεαρή της ηλικία.
Τα κρυφά δάκρυα της γυναίκας που λάτρεψαν όλοι οι Έλληνες έτρεχαν για τον Ιωάννη Βουγιουκλάκη, νομάρχη Αρκαδίας επί κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, ο οποίος βασανίστηκε και εκτελέστηκε από αντάρτες την τελευταία ημέρα του 1943. Η απώλειά του αλλά και ο τρόπος με τον οποίο τον έχασε, ήταν η πιο τραυματική εμπειρία στη ζωή της Αλίκης, που απέφευγε να μιλήσει για εκείνον στις δημόσιες τοποθετήσεις ή τις συνεντεύξεις της. Δεν υπάρχει κάποια αναφορά από την κορυφαία ηθοποιό σχετικά με τον πατέρα της, ο οποίος αποτέλεσε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Επιπλέον, όσοι την έζησαν από κοντά, υποστηρίζουν ότι αυτό το τραύμα δεν έκλεισε ποτέ για την Αλίκη. Μάλιστα, λένε ότι στο τέλος κάθε μήνα διέθετε ένα χρηματικό ποσό σε γηροκομεία της Αθήνας, μια κίνηση που της επέτρεπε να απαλύνει λίγο τον πόνο της για τον χαμό του.
Ποιος ήταν, όμως, ο Ιωάννης Βουγιουκλάκης; Οι απόψεις διίστανται. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος, ο οποίος αξιοποίησε την εξουσία που είχε προκειμένου να βοηθήσει τους συμπατριώτες του τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής με αγαθοεργίες. Επιπλέον, υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρουν ότι έσωσε κόσμο από την εκτέλεση. Εντούτοις, αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος, καθώς σύμφωνα με άλλους φερόταν ως συνεργάτης των Ιταλών και Γερμανών και δεν συμπαραστεκόταν στους δοκιμαζόμενους κατοίκους της Αρκαδίας.
Ο διορισμός από τον Τσολάκογλου
Οι κατοχικές δυνάμεις διόρισαν την κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου στις 29 Απριλίου 1941, δύο ημέρες μετά την κατάληψη της Αθήνας από τις ναζιστικές δυνάμεις. Ο στρατηγός, με τη σειρά του, τοποθέτησε ανθρώπους που γνώριζε καλά ως αιρετούς. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Βουγιουκλάκης, ο οποίος έγινε νομάρχης Αρκαδίας. Σε έναν από τους πρώτους λόγους που εκφώνησε προς τους κατοίκους της περιοχής (όπως προκύπτει από έγγραφο της εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων Πελοποννήσου), ανέφερε: «Αρκάδες, φέρων τον σταυρόν που μου έδωσε η κυβέρνησις του Έλληνος Πατριώτου Στρατηγού Τσολάκογλου ήλθα κοντά σας έτοιμος να ανέβω τον Γολγοθά διά να συγκρατηθεί ό,τι είναι δυνατόν διά να περισωθεί ό,τι είναι δυνατόν και με τον ηρωικό μας μόχθον και την ειλικρινήν και έντιμον εις την Ευρωπαϊκήν πραγματικότητα προσήλωσίν μας να ανατείλουν αι καλλίτεραι ημέραι της πατρίδος μας».
Οι μαρτυρίες αναφορικά με τον τρόπο που άσκησε την εξουσία του είναι αντικρουόμενες, όπως αναφέρεται παραπάνω. Ο Γιώργος Πετρίδης, που διέμενε στον Πλάτανο Αρκαδίας, έζησε εκείνη την εποχή και χαρακτήρισε τον Βουγιουκλάκη ως άνθρωπο που βοηθούσε, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, τους συμπατριώτες του: «Ο Βουγιουκλάκης θεωρούνταν καλός άνθρωπος για τον απλό λαό. Είχε βάλει ορισμένα πράγματα σε μια αποθήκη προκειμένου να τα μοιράσει στους Τριπολιτσιώτες. Τότε, λοιπόν, ερχόμενοι οι Γερμανοί στην Τρίπολη άνοιξαν τις αποθήκες και πήραν τα τρόφιμα, με αποτέλεσμα να θεωρήσουν οι αντάρτες ένοχο τον Βουγιουκλάκη».
«Τον σκότωσαν με τρόπο βασανιστικό»
Παράλληλα, ο Πετρίδης μίλησε και για τις τελευταίες στιγμές του πατέρα της Αλίκης, δίνοντας τη δική του εκδοχή, η οποία στηρίζεται σε αφήγηση φίλου του: «Ύστερα από μέρες, οι αντάρτες κατάφεραν να πιάσουν τον Βουγιουκλάκη και να τον φέρουν μαζί με άλλους τέσσερις εδώ, στο χωριό Χάραδρο, που βρίσκεται λίγο μακρύτερα από τον Πλάτανο. Ο Βουγιουκλάκης έφαγε τόσο ξύλο που δεν μπορούσε να ζήσει άνθρωπος έπειτα από αυτό. Ήταν νύχτα, εγώ δεν τους είχα δει, όμως ένας μεγαλύτερος από εμένα ονόματι Τερζάκης, που ήταν μπροστά στο περιστατικό, μας έλεγε πριν από μερικά χρόνια πως τόσο ξύλο ούτε ένα μεγάλο ζώο δεν θα άντεχε. Τους χτυπούσαν το κεφάλι στον δρόμο. "Μίλα, ρε", του έλεγαν. "Τι να σας πω, ρε παιδιά. Δεν ξέρω τίποτα. Γιατί να πάρω και άλλους στον λαιμό μου". Τελικά, τον σκότωσαν οι αντάρτες με τρόπο βασανιστικό. Θεωρήθηκε συνεργάτης των Ιταλών και των Γερμανών, με αποτέλεσμα μαζί με άλλους τέσσερις, αφού τους χτυπούσαν νύχτα-μέρα, σχεδόν μισοπεθαμένους, τους έβαλαν να σκάψουν τον τάφο τους. Εκεί αφού τους έριξαν μέσα, τους τουφέκισαν. Η εκτέλεση έγινε απόμερα, για να μην ακουστεί στα δύο χωριά».
Από την πλευρά του, ο αντιστασιακός Μίμης Μαζωμένος δεν έτρεφε τα ίδια αισθήματα για τον άλλοτε νομάρχη. Σε άρθρο του, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αρκαδικά Νέα» τον Μάιο του 2010, ο τότε ΕΠΟΝίτης, διηγήθηκε τα γεγονότα που έζησε από κοντά, ως εξής: «Τέλος Δεκεμβρίου 1943, αρχές Γενάρη 1944 βρισκόμαστε με το 2ο Τάγμα του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στο Μοναστήρι Άη-Θανάση, στα Καλύβια Φενεού Κορινθίας. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Καθόμαστε με τον αξέχαστο φίλο και συναγωνιστή μου Τάκη Μπιτσάνη και κουβεντιάζαμε αναπολώντας τη ζωή μας στην Τρίπολη όταν μας πλησίασε ο Καπετάνιος του τάγματος -και κατοπινά του συντάγματος- ο Ηρακλής ο Τζάθας και μας έδωσε την είδηση ότι επάνω στο Ηγουμενείο βρίσκεται ο Βουγιουκλάκης, που μας τον έφεραν κρατούμενο.
Τον είχαν συλλάβει σε έναν σταθμό του σιδηροδρομικού άξονα Τρίπολης-Κορίνθου συνοδεύοντας ένα βαγόνι γεμάτο ληστευμένα αγροτικά προϊόντα, όπως μας είπαν, με προορισμό την Αθήνα. Τον επισκέφθηκα σε ένα κελί που στο μεταξύ τον είχαν μεταφέρει… Ήταν ένα ανθρώπινο κουρέλι. Αυτός ο υπερόπτης "άφτερος Ντούτσε" ήταν ένα άθλιο, αξιοθρήνητο και τρομαγμένο ανθρωπάκι. Πραγματικά ήταν να τον λυπάσαι. Κάθε αντάρτη που έβλεπε τον ικέτευε να τον σώσει. Του εξήγησα ότι εμείς δεν έχουμε δικαιοδοσία σε παρόμοια θέματα. Δεν είμαστε δικαστήριο, ούτε καν ανακριτικό γραφείο. "Η μόνη μας υποχρέωση και ευθύνη είναι να σε προωθήσουμε στις αρμόδιες υπηρεσίες (Πολιτοφυλακή και Ανακριτικό Γραφείο) που βρίσκονται στην Κυνουρία. Εκεί θα δώσεις εξηγήσεις για τη συμπεριφορά σου σαν συνεργάτης των κατοχικών στρατευμάτων"».
«Σε πλήρη ψυχική κατάρρευση»
«Την επομένη το πρωί, παρουσία όλων των ανδρών του τάγματος που είχαν συγκεντρωθεί για να δουν τον πρώην παντοδύναμο Βουγιουκλάκη -καθώς το όνομά του ήταν πασίγνωστο σε όλο τον Μοριά, και όχι μόνο, για τα κατορθώματά του, κυρίως στη λεηλασία της αγροτικής σοδειάς- και με συνοδεία ανταρτών πήρε τον δρόμο για την Κυνουρία. Αυτή η σκηνή θα μου μείνει χαραγμένη στο νου για πάντα. Μια φιγούρα σε πλήρη ψυχική κατάρρευση. Βλέποντας αυτή την εικόνα, αυτόματα σου έρχονταν στο μυαλό τα παλικάρια που ολόρθα, περήφανα στέκονταν μπροστά στα έξι τουφέκια ζητωκραυγάζοντας για την Ελλάδα, τη λευτεριά και τον αδούλωτο λαό μας.
Όπως μάθαμε αργότερα, δικάστηκε στην Κυνουρία σε ανοιχτή δίκη από λαϊκό δικαστήριο και εκτελέστηκε».
Μία ακόμη σημαντική μαρτυρία σχετικά με το φρικτό τέλος του Βουγιουκλάκη καταγράφεται στο βιβλίο «Εθνική Αντίστασις 1941-45» του Κοσμά Εμμ. Αντωνόπουλου, ο οποίος έπλεξε το εγκώμιο του νομάρχη, υπογραμμίζοντας ότι με αυτοθυσία έσωσε Έλληνες από το εκτελεστικό απόσπασμα. Το συγκλονιστικό απόσπασμα έχει ως εξής: «Εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως Χαράδρου Κυνουρίας ήσαν 65 κρατούμενοι, από διάφορες περιοχές Τριπόλεως. Επιστήμονες, υπάλληλοι, αγρότες, επαγγελματίες, νέα παιδιά, ήσαν φυλακισμένοι από τους κομμουνιστάς, διότι δεν τους ακολουθούν. Τούς βασανίζουν κάθε ημέρα, κάθε νύκτα και οποίους θελήσουν παίρνουν λίγους λίγους, ομάδες και τους εκτελούν, τους αποτελειώνουν. Εκεί είναι, μεταξύ άλλων, ο Γ. Βουγιουκλάκης από την Λακωνίαν, ο Αναστάσιος Καναβάρος από την Λακωνίαν, ο Σαράντος Πουρναράς από το Πάπαρι Μαντινείας, ο Γεώργιος Τράκας από Πάπαρι Μαντινείας και ο Τάκης Κουγιούφας εκ Τριπόλεως.
Ο Βουγιουκλάκης είχε υπηρετήσει ως νομάρχης Αρκαδίας κατά τά έτη 1941-43 και είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες εις όλους τους κατοίκους. Με την ικανότητά του και την δραστηριότητά του είχε προμηθεύσει τρόφιμα εις τους κατοίκους. Με την αυτοθυσίαν του και την πολιτικότητά του είχε κατορθώσει να σώση πολλούς από το εκτελεστικό απόσπασμα των Ιταλογερμανών. Και ο οπλαρχηγός Γρηγόριος Μαντζουράνης βεβαιώνει ο ότι ο Βουγιουκλάκης τον εβοήθησε να σωθή από τους Ιταλούς το 1941.
Το 1942 παραιτείται από νομάρχης, διότι δεν είχεν ελπίδες, πλέον, να προσφέρη υπηρεσίες στον τόπο και επιστρέφει εις την Αθήνα πλησίον της οικογενείας του. Αλλά πεινάει ή οικογένειά του. Αναγκάζεται κατά Νοέμβριον 1943, να γυρίση εδώ και εκεί, να εΰρη λίγα τρόφιμα με ανταλλαγή ρούχων που είχε μαζί του και πηγαίνει εις τα χωριά της Κορινθίας. Εκεί τον συλλαμβάνουν οι κομμουνισταί και τον μεταφέρουν εις το στρατόπεδον Χαράδρου Κυνουρίας. Ο Αναστάσιος Κανάβαρος το 1941 υπηρετούσε ως φύλαξ φυλακών Τριπόλεως. Τον Νοέμβριον 1943 τον συλλαμβάνουν οι κομμουνισταί και τον φέρνουν και αυτόν στο ίδιο στρατόπεδο, χωρίς κανένα λόγον.
Διά την ομάδα αυτήν των κρατουμένων οι κομμουνισταί αρχίζουν ειδικά βασανιστήρια. Τους παίρνουν κάθε πρωί από το στρατόπεδο, τους μεταφέρουν εις απόστασιν 100 μέτρων και τους αρχίζουν εις το ξύλο μέχρις αίματος. Αυτό συνεχίζεται κάθε πρωί, μέχρις ότου τους έσπασαν τα πόδια και τα χέρια. Επειδή δεν ημπορούσαν να βαδίσουν πλέον, τους βασανίζουν παρουσία όλων των κρατουμένων του στρατοπέδου. Μαζί με τους κρατουμένους είναι και ο Στέφανος Χατζόπουλος, σύνδεσμος των ανταρτών του Ε.Σ. Ταϋγέτου, από το Ανεμοδούρι Μεγαλοπόλεως.
Οι κομμουνισταί κουράζονται να τους κτυπούν. Ο Βουγιουκλάκης από τους πολλούς πόνους έλεγε: "Άνοιξε γη να μπω μέσα!". Όλοι είχαν μείνει κάτω, σαν σακκιά, σωροί ανθρώπων. Την 31ην Δεκεμβρίου 1943, αποφασίζουν, πλέον, να τους εκτελέσουν, αλλά δεν μπορούν να βαδίσουν, δεν ημπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Φέρνουν, λοιπόν, τρία μουλάρια και τους φόρτωσαν και τους πέντε, από εδώ και από εκεί, σαν φόρτωμα με σακκιά ή ξύλα. Τους μετέφεραν σε απόστασιν 150 μέτρων και τους έρριξαν μέσα σε μια νεροφαγιά, δηλ. σε ένα ανοιγμένο λάκκο από το νερό. Μετά για να τους αποτελειώσουν, τους έριχναν επάνω τους μεγάλα λιθάρια και τους έσπασαν τα κεφάλια τους… Έπειτα οι κομμουνισταί επέστρεψαν στο στρατόπεδον, διηγούντο τα έργα των και υπερηφανεύοντο διά το κατόρθωμά των».
Η Αλίκη στο μνήμα του πατέρα της
Περίπου τρεις δεκαετίες μετά την εκτέλεση, η Αλίκη Βουγιουκλάκη επισκέφθηκε το χωριό Πλάτανος προκειμένου να πάρει τα οστά του πατέρα της. Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και φυσικά η έλευση της λαμπερής πρωταγωνίστριας ξεσήκωσε τους πάντες. Η Αλίκη πήγε στο μνήμα του εκτελεσθέντος νομάρχη, ο οποίος είχε θαφτεί με άλλους τέσσερις ανθρώπους. «Σήμερα το μνημείο έχει οργωθεί από γεωργούς», σημείωσε ο κάτοικος της περιοχής, Πετρίδης, ο οποίος αναφέρθηκε και στην επίσκεψη της Βουγιουκλάκη, λέγοντας πως είχε φέρει μαζί της και εργάτες για να ξεθάψει τα οστά.
«Έσωσε πολύ κόσμο»
Ήρωα θεωρεί τον πατέρα του ο Αντώνης Βουγιουκλάκης. Ο αδερφός της Αλίκης έχει ακούσει πολλά εγκωμιαστικά σχόλια για τον νομάρχη από κατοίκους της Αρκαδίας με τους οποίους έχει συνομιλήσει. «Όσες φορές έτυχε να βρεθώ σε εκείνα τα μέρη, οι περισσότεροι μου μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον πατέρα μου. Μας λένε πόσο πολύ βοήθησε τον κόσμο και πολλά άλλα εκπληκτικά πράγματα που έκανε τα οποία και εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίζαμε. Ο πατέρας μου ήταν από τις πιο σημαντικές και ηρωικές μορφές της εποχής εκείνης, καθώς έσωσε πολύ κόσμο. Αναμφισβήτητα όμως, η έλλειψη του πατέρα είναι από τις πιο συνταρακτικές στιγμές στη ζωή ενός παιδιού», δήλωσε.
Όσο για το πώς αντιμετώπιζε τον θάνατο του πατέρα της η Αλίκη, ο Αντώνης σημείωσε: «Η Αλίκη συνεχώς έκλαιγε για τον πατέρα μας. Δεν ήθελε να το πιστέψει όλο αυτό. Της άφησε μεγάλη πληγή αυτό το δυσάρεστο γεγονός».
Πηγή: εφημερίδα SPIRTO