Ενοποίηση όλων των κύριων ασφαλιστικών ταμείων, με πρόβλεψη για τη διατήρηση του ΟΓΑ και του ΝΑΤ «ως αυτοτελών νομικών προσώπων για την άσκηση των μη συνταξιοδοτικών τους αρμοδιοτήτων», προκρίνει ο Γιώργος Κατρούγκαλος.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ημερησία, όπως εξηγεί, θα επιδιώξει να δοθεί «ακόμη μια ευκαιρία σε όσα επικουρικά ταμεία θελήσουν να μετατραπούν σε επαγγελματικά ταμεία, προφανώς μετά από πλήρη αναλογιστική μελέτη και κάλυψη της δαπάνης καταβολής των συντάξεων και των συνταξιούχων».
Αναφορικά με τον καθορισμό των εισφορών, με δεδομένο ότι σε άλλα ταμεία είναι υψηλές και σε άλλα χαμηλότερες, ο κ. Κατρούγκαλος κάνει λόγο για ένα «εξαιρετικά περίπλοκο θέμα».
Σημειώνει ότι «ενδεχόμενη μερική αναστροφή της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών, στις οποίες προχώρησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις χωρίς καμιά αναλογιστική μελέτη, θα επέτρεπε η προσαρμογή του δημοσιονομικού κόστους να μη θίξει τις συντάξεις».
Ωστόσο, ο κ. Κατρούγκαλος προσθέτει ότι, παίρνοντας υπόψη και τις ενστάσεις φορέων, όπως η ΕΣΕΕ που θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα επιβάρυνε υπέρμετρα τις επιχειρήσεις και κυρίως τις μικρομεσαίες, το μόνο που μπορεί να πει αυτή τη στιγμή είναι ότι «οι εισφορές μετά τις μεταρρυθμίσεις θα είναι ευθέως ανάλογες με το εισόδημα (όπως άλλωστε και οι συντάξεις) και θα καθορίζονται με κοινά κριτήρια για όλους».
Ειδικά για τους αγρότες, πρόσθεσε ότι θα ληφθεί μέριμνα να υπάρχουν κλίμακες που να «αντιστοιχούν και σε πολύ χαμηλά εισοδήματα των κατ' επάγγελμα αγροτών και να φράσουν στο τελικό τους ύψος σταδιακά, όχι άμεσα».
Ο υπουργός Εργασίας σημειώνει, ακόμη, ότι υπάρχει μια κατ' αρχήν συμφωνία με τους θεσμούς πως η πρόταση της κυβέρνησης για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση «θα χρησιμεύσει ως γενικό ισοδύναμο σε επιμέρους προβλέψεις του μνημονίου» και επισημαίνει ότι για την κυβέρνηση η μεταρρύθμιση «έχει πρωταρχικά κοινωνικές, όχι δημοσιονομικές προτεραιότητες».
Αναφέρει ότι οι τελικές κυβερνητικές αποφάσεις θα ληφθούν τις επόμενες ημέρες, λέγοντας πως η προσωπική του εισήγηση προς την κυβέρνηση κρατά τις δυο βασικές ιδέες της Επιτροπής, την καταβολή της εθνικής σύνταξης με χρηματοδότηση από τη φορολογία σε όλους τους πολίτες και την καθιέρωση ενιαίων κανόνων για τις εισφορές και τις συντάξεις, τις οποίες θεωρεί «προτάσεις κοινωνικής δικαιοσύνης», ενώ αντίθετα, τονίζει πως διαφωνεί απολύτως «με σκέψεις της επιτροπής να συνδυαστεί η καταβολή της σύνταξης με εισοδηματικά κριτήρια».
Τέλος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, σημειώνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να ξαναδημιουργηθούν τα αποθεματικά των ταμείων, που «ληστεύθηκαν από την κακοδιαχείριση του παλαιοκομματισμού και το PSI», όμως συμπληρώνει ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει άμεσα, «θα πρέπει να βρεθούν νέοι πόροι και καλύτερη αξιοποίηση της περιουσίας των ταμείων, κυρίως της ακίνητης, που έχει μείνει εν πολλοίς αναξιοποίητη», θέματα για τα οποία υπάρχουν πολλές προτάσεις από φορείς, αλλά και από την Επιτροπή, που θα εξεταστούν στο άμεσο μέλλον.