«Ο Γιούνκερ θα μπορούσε κανείς να πει, έκανε τη χώρα του πλούσια, κλέβοντας από τις τσέπες άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τώρα έχει εντολή να υπηρετήσει», αναφέρει σε άρθρο «βόμβα» του, το διεθνές οικονομικό πρακτορείο Bloomberg, με τίτλο: «Ζαν Κλώντ Γιούνκερ. Πρέπει να φύγει», κατηγορώντας τον, ότι όπως αποδεικνύεται μετά τις αποκαλύψεις των LuxLeaks, «έκλεβε» από τις άλλες χώρες και έκανε πλούσια τη χώρα του.
«Ο Jean-Claude Juncker, ήταν πάντα μια κακή επιλογή για τη δουλειά, πλέον έχει γίνει σαφές πόσο κακή απόφαση ήταν αυτός ο διορισμός». Τονίσε το Bloomberg. Θυμίζει ότι ο Γιούνκερ υπήρξε πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, ενός μικροσκοπικού κράτους με πληθυσμό ίσο με το 1/17 του μεγέθους του Λονδίνου, για σχεδόν δύο δεκαετίες. Κατά το διάστημα αυτό, επέβλεψε την ανάπτυξη ενός χρηματοπιστωτικού κλάδου που έγινε η φορολογική έδρα για τουλάχιστον 340 μεγάλες παγκόσμιες εταιρείες, για να μην αναφερθούν τα επενδυτικά κεφάλαια με σχεδόν 3 τρις. ευρώ σε καθαρά πάγια – φέροντας το Λουξεμβούργο στη δεύτερη θέση μετά τις ΗΠΑ.
Εν μέρει ως αποτέλεσμα των κανόνων τραπεζικού απορρήτου ελβετικού τύπου και πλάνα φοροαποφυγής με τις ευλογίες της κυβέρνησης που βοήθησαν την προσέλκυση τόσο μεγάλου κεφαλαίου, οι κάτοικοι του Λουξεμβούργου είναι η δεύτεροι πλουσιότερο παγκοσμίως μετά τους κατοίκους του Κατάρ.
Οι φορολογικές συμφωνίες, που περιγράφονται σε έγγραφα που διέρρευσαν και επεξεργάστηκαν από το International Consortium of Investigative Journalists, φέρεται ότι επέτρεπαν σε πολυεθνικές, από την Apple έως την Deutsche Bank, να μειώνουν τις φορολογικές τους απαιτήσεις επί των κερδών που σημείωναν σε άλλες χώρες. Ο εφαρμοζόμενος φορολογικός συντελεστής του Λουξεμβούργου ήταν μόλις 0,25%. Η χώρα στην οποία τα χρήματα δημιουργήθηκαν δεν λάμβανε τίποτα.
Πάντως, ο ίδιος ο Γιούνγκερ δηλώνει… ψυχραιμος. Όταν ρωτήθηκε για το πότε θα δώσει απαντήσεις για την υπόθεση αυτή ο πρόεδρος της Επιτροπής, ο εκπρόσωπός του, Μαργαρίτης Σχοινάς, τόνισε: «Ο κ. Γιούνκερ θα επιλέξει ο ίδιος το πότε θα πει αυτά που έχει να πει, είτε (στη σύνοδο κορυφής) της G20, είτε κάποια άλλη στιγμή».