Συνεχίζεται η επέλαση του κορωνοϊού στην Ευρώπη, η οποία θρηνεί περισσότερους από 12.000 θανάτους και 144.000 κρούσματα, αν και οι περισσότερες χώρες έχουν πλέον σταματήσει τη διεξαγωγή τεστ.
Η κρισιμότητα των στιγμών, όμως, αποτυπώνεται γλαφυρά στις απώλειες που σημειώθηκαν μόνο σε ένα 24ωρο, καθώς έχασαν τη ζωή τους παραπάνω από 1.300 άτομα.
Η Ιταλία, μετά από μία ανάσα, είδε ξανά τον αριθμό νεκρών να εκτινάσσεται. 743 άτομα χάθηκαν μέσα σε μόλις 24 ώρες. Μέσα στα θύματα βρίσκονται τουλάχιστον τριάντα γιατροί, ως αποτέλεσμα της έλλειψης προστατευτικών μασκών.
Η Ισπανία ακολουθεί κατά πόδας. Η περιοχή της Μαδρίτης έχει χτυπηθεί σφοδρότερα, με το 50% και πλέον των θανάτων να προέρχονται από εκεί. Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που έχουν χάσει τη ζωή τους ξεπέρασε τους 3.434. Σκηνές αρχαίας τραγωδίας θυμίζουν ιδιαίτερα τα γηροκομεία της χώρας. Πολλά από αυτά μετατρέπονται, χωρίς να τηρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές σε νοσοκομεία, με αποτέλεσμα να κολλούν τον ιό δεκάδες ηλικιωμένοι που διαμένουν εκεί.
Στη Γαλλία, σε μία προσπάθεια να μην ακολουθήσει το παράδειγμα της Ιταλίας και της Ισπανίας, ο Εμμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε την έναρξη μιας στρατιωτικής επιχείρησης. Συνειδητοποιώντας τις αδυναμίες του δημόσιου συστήματος υγείας, μάλιστα, δεσμεύτηκε ότι όταν καταλαγιάσει η κρίση, θα εφαρμόσει ένα «σχέδιο μαζικών επενδύσεων» για τα νοσοκομεία. Η κρίση, όμως, δεν έχει ακόμα κορυφωθεί, παρ’ ότι η χώρα μετράει συνολικά 1.331 νεκρούς και 25.233 κρούσματα.
Η Γερμανία βρίσκεται σε πολύ καλύτερη μοίρα. Στις 25 Μαρτίου, υπήρχαν 181 θάνατοι συνολικά και 38.714 κρούσματα. Το ποσοστό θνησιμότητας παραμένει χαμηλό και χάρη στα μαζικά τεστ που πραγματοποιούνται. Η Γερμανίδα Καγκελάριος, παρ’ ότι ήρθε σε επαφή με νοσούντα παραμένει υγιής, σύμφωνα με το δεύτερο τεστ που έκανε.
Στη Βρετανία συνεχίζονται οι εκκλήσεις να μείνει ο κόσμος μέσα. Μέχρι στιγμής, οι νεκροί κυμαίνονται στους 465. Υπάρχουν, όμως, φόβοι ότι μπορεί να έχει νοσήσει ένα μεγάλο ποσοστό του λαού. Η αλληλεγγύη και η αυτοθυσία των πολιτών είναι πάντως αξιοθαύμαστη. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Βρετανό πρωθυπουργό, 400 χιλιάδες άτομα ζήτησαν να συμβάλουν εθελοντικά.