Οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ιδίως η Λευκορωσία και το Καζακστάν, παραμένουν οικονομικά εξαρτώμενες από τη Ρωσία και εκφράζονται φόβοι ότι το ρούβλι, κάνοντας αυτήν την ιστορική «βουτιά», θα συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα νομίσματα.
Το Καζακστάν έχει ήδη υποτιμήσει το νόμισμά του, το τένγκε, κατά 16%, από τον περασμένο Φεβρουάριο.
Την ώρα που μεγάλες ουρές σχηματίζονταν έξω από τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος στο Μινσκ – συχνά δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση – η Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωνε ότι επιβάλλεται «προσωρινά» φόρος 30% στην αγορά ξένων νομισμάτων, ενώ οι εξαγωγείς θα υποχρεώνονται να μετατρέπουν τα μισά έσοδά τους σε συνάλλαγμα.
Η Κεντρική Τράπεζα αύξησε επίσης τα επιτόκια καταθέσεων ώστε οι Λευκορώσοι να πειστούν να μην σηκώσουν τα χρήματά τους από τις τράπεζες.
Ορισμένα ανταλλακτήρια συναλλάγματος παρέμειναν κλειστά, ενώ σε κάποιες τράπεζες οι πελάτες χρειάστηκε να περιμένουν στην ουρά μέχρι και δύο ώρες για να πάρουν μετρητά. Το ρούβλι Λευκορωσίας κατέγραφε πτώση 8% σε σύγκριση με την Πέμπτη.
Ο οικονομολόγος Βλαντιμίρ Ταράσοφ εξήγησε ότι ο πανικός προκλήθηκε «από την υποτίμηση του ρωσικού ρουβλίου και τις φήμες για την επικείμενη υποτίμηση του ρουβλίου Λευκορωσίας».
«Προς το παρόν, η κρίση είναι τεχνική: οι τράπεζες δεν ήταν έτοιμες να ανταποκριθούν σε τέτοια ζήτηση συναλλάγματος. Όμως τις επόμενες ημέρες μπορεί να μετατραπεί σε βαθιά οικονομική κρίση, αν η Ρωσία δεν χορηγήσει βοήθεια ύψους μερικών δισεκατομμυρίων δολαρίων», προειδοποίησε.
Ο Λευκορώσος πρόεδρος Αλεξάντερ Λουκασένκο προσπάθησε πάντως να καθησυχάσει τους συμπατριώτες του λέγοντας πως «ό,τι κι αν συμβεί, θα σταθεροποιήσουμε την κατάσταση μέσα σε έξι μήνες» και τόνισε ότι κανείς «δεν θα καταφέρει να μας αποσταθεροποιήσει».
Αξιωματούχος της Κεντρικής Τράπεζας διαβεβαίωσε εξάλλου ότι αεροσκάφη γεμάτα με συνάλλαγμα αναμένονται στο Μινσκ για να εφοδιάσουν τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και τις τράπεζες.