Ο Ντόιλ είχε γίνει διεθνώς γνωστός τον Ιούλιο του 2012 όταν είχε διαρρεύσει η επιστολή παραίτησής του από το ΔΝΤ. Στην επιστολή αυτή είχε δηλώσει πως «ντρέπεται» για τα 20 χρόνια που εργάσθηκε στο ΔΝΤ και επέρριπτε ευθύνες στη Διοίκηση του Ταμείου για τις «αποτυχίες» στη διαχείριση της κρίσης στη ζώνη του ευρώ, αλλά και για την «ευρωπαϊκή προκατάληψη» στο ΔΝΤ, προβλήματα που, όπως τόνιζε «βαθαίνουν και επεκτείνονται» στο σύνολο του οργανισμού.
Σε επιστολή που έστειλε στους Financial Times ο Ντόιλ αναφέρεται στην επιστολή που απηύθυνε η Κριστίν Λαγκάρντ στον Γερούν Ντάισελμπλουμ στις 24 Φεβρουαρίου και στην οποία σημειώνεται αφενός πως η ελληνική λίστα είναι επαρκώς περιεκτική ώστε να αποτελέσει ένα έγκυρο σημείο εκκίνησης για μια επιτυχημένη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αλλά προστίθεται πως η οριστική εκτίμηση για το ζήτημα αυτό θα βασιστεί κυρίως στην αξιολόγηση από τα κράτη μέλη και από τους αρμόδιους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Κατά τον Ντόιλ «την φράση αυτή μπορεί να την διαβάσει κανείς ως μια τυπική διπλωματική συμπεριφορά ή απλά ως μια αναγνώριση της πραγματικότητας. Αλλά σε κάθε περίπτωση, με τον τρόπο αυτό το ΔΝΤ νίπτει τας χείρας του για ότι θα συνέβαινε αν οι Ευρωπαίοι αποφάσιζαν πως η λίστα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αποτελέσει σημείο εκκίνησης».
Ο ίδιος εστιάζοντας στο θέμα του Grexit και στις αιτιάσεις όσων υποστηρίζουν πως δεν αποτελεί συστημικό κίνδυνο, αναφέρει πως αυτό αντικρούει στην ίδια την ανάλυση του ΔΝΤ για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ευρωζώνης. Όπως τονίζει, στην πρώτη υπογραμμισμένη φράση της σχετικής έκθεσης αναφέρεται πως πολλά έχουν επιτευχθεί για να αντιμετωπιστεί η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση στην Ευρώπη, αλλά οι αδυναμίες παραμένουν και πρέπει να γίνουν εντατικές προσπάθειες σε ένα ευρύ μέτωπο.
«Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτήν την έκθεση του ΔΝΤ – όπως φαίνεται από τον ιδιαίτερα ανήσυχο τόνο της εναρκτήριας πρότασης – ή στις επόμενες αναθεωρημένες εκδοχές της- που να υπονοεί ότι η ευρωζώνη μπορεί να αντέξει εύκολα τον εξοβελισμό ενός εκ των μελών της ή ακόμα και κάτι πολύ μικρότερο, όπως το κούρεμα στις κυπριακές καταθέσεις που ακολούθησε –με στήριξη του ΔΝΤ– λίγο μετά την δημοσίευση της», αναφέρει ο Ντόιλ.
Ο ίδιος υπογραμμίζει ακόμη πως «αφού πυροδότησε φυγή καταθέσεων μέσω των προειδοποιήσεων της κ. Λαγκάρντ για το Grexit, η επίμαχη φράση στην επιστολή της απλά βοηθάει τις πιστώτριες χώρες της ευρωζώνης να επιβάλλουν την λιτότητα, παρά το γεγονός ότι το ΔΝΤ δηλώνει πως επιδιώκει μια εξισορρόπηση. Και δεν υπάρχει τίποτα σε καμία από τις παρατηρήσεις της για την προφανή αδυναμία να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος το 2020, αν δεν γίνει μια αναδιάρθρωση. Ως εκ τούτου, οι πρόσφατες δράσεις της κ. Λαγκάρντ όχι μόνο δεν είναι συνεπείς ή δίκαιες αλλά αντανακλούν την διαρκή υποχώρηση του ΔΝΤ από την αρχική προληπτική του λειτουργία και συνεχίζει την μακρά σειρά των λαθών του στην ζώνη του ευρώ».
Έλλειψη διαφάνειας
«Πυρά» δέχεται η ηγεσία του ΔΝΤ και από τον Ρίτα Κεμάνι πρώην στέλεχος του Ταμείου που με αφορμή την ελληνική υπόθεση αναφέρει σε επιστολή του που δημοσιεύεται σήμερα στους Financial Times ότι περισσότερη λογοδοσία εντός του οργανισμού θα ήταν χρήσιμη, ενώ αναφέρει πως υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων.
Όπως αναφέρει ο Κεμάνι, οι δημόσιες ανακοινώσεις του Ταμείου είναι γενικής χρήσης, «βολικά ασαφής», και δεν δίνουν λεπτομέρειες για τις εκφραζόμενες απόψεις των διευθυντών του Ταμείου στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου. «Ενώ το ΔΝΤ κάνει πολύ θόρυβο για τα θέματα διαφάνειας, το τι πραγματικά διαδραματίζεται στις συνεδριάσεις του δικού του συμβουλίου είναι άγνωστο για τους φορολογούμενους των χωρών μελών», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί πως η πρόφαση του ταμείου ότι κάποιες αποκαλύψεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν διαταραχές στην αγορά είναι «υπερβολική δικαιολογία», καθώς θα μπορούσαν εύκολα να βρεθούν τρόποι πρόληψης.
«Μου φαίνεται ότι η έλλειψη διαφάνειας είναι αμοιβαία επωφελής για όλους τους διευθυντές του Διοικητικού Συμβουλίου με περισσότερους από έναν τρόπους και ως εκ τούτου δεν αναλαμβάνεται δράση για το θέμα αυτό», σημειώνει επικριτικά το πρώην στέλεχος του Ταμείου.
πηγή: Βήμα