Η Γερμανία αποχαιρετά με τιμές την «σιδερά κυρία της Ευρώπης» Άνγκελα Μέρκελ η οποία αποσύρεται από την πολιτική σκηνή.
Σύμφωνα με όσα μεταδίδει η Deutsche Welle, η τελετή αποχαιρετισμού ξεκίνησε με ομιλία της ίδιας της Άνγκελα Μέρκελ στους προσκεκλημένους: Δηλαδή όλους τους υπουργούς και προέδρους της Δημοκρατίας, με τους οποίους συνεργάστηκε τα 16 χρόνια της καγκελαρίας της.
Στη συνέχεια η δημοσιογράφος Μπετίνα Σάουστεν αναλύει με τη βοήθεια του πολιτικού επιστήμονα Καρλ-Ρούντολφ Κόρτε την πολιτική κληρονομιά της.
Ο αντισυνταγματάρχης Σβεν Χόμαν έδωσε το έναυσμα για την έναρξη της μεγάλης στρατιωτικής εκδήλωσης με μπάντα του στρατού να παιανίζει, με στρατιώτες σε ειδικούς σχηματισμούς και αναμμένους πυρσούς. Μια τελετουργία που έχει τις καταβολές της στον 16ο αιώνα. Το ενδιαφέρον ωστόσο επικεντρώνεται αυτήν την φορά σε μια σημαντική λεπτομέρεια.
Ποια τραγούδια επέλεξε η Άνγκελα Μέρκελ
Η παράδοση θέλει τον ή την πολιτικό, στην οποία αποδίδεται αυτή η ύψιστη τιμή, να επιλέγει τρία τραγούδια της αρεσκείας της. Και εδώ κρύβεται η μεγάλη έκπληξη.
Γιατί κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ποια θα επέλεγε η Μέρκελ, έτσι όπως την γνωρίσαμε επί 16 χρόνια με το συντηρητικό παρουσιαστικό της και σταθερή θαμώνα του ετήσιου Φεστιβάλ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ στο πλευρό του συζύγου της.
Το πρώτο τραγούδι δεν αποτελεί έκπληξη. Πρόκειται για τον χορωδιακό εκκλησιαστικό ύμνο «Ύψιστε Θεέ, σε υμνούμε» του Γιόχεν Ρίγκερ. Λογική επιλογή, θα έκρινε κάποιος, για την κόρη ενός ευαγγελικού πάστορα, που κατάφερε να φτάσει στα ανώτατα αξιώματα μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο χριστιανικό κόμμα.
Από τη δεύτερη επιλογή ξεκινούν τα ωραία. Πρόκειται για την αισθαντική μπαλάντα της Βερολινέζας Χίλντεγκαρντ Κνεφ (1925-2002) με τον τίτλο «Για μένα θέλω να βρέχει κόκκινα τριαντάφυλλα». Η Κνεφ έκανε μεγάλη καριέρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν από τις λίγες Γερμανίδες ηθοποιούς που κατέκτησαν το Χόλιγουντ. Στα τηλεοπτικά σόου μιλούσε για τη σχέση της με την Μέριλν Μονρόε, τον Μάρλον Μπράντο και την Μαρλέν Ντίτριχ. Δεν ήταν όμως μόνο ηθοποιός και τραγουδίστρια, αλλά και συγγραφέας. Γνωστές έχουν μείνει οι ατάκες της όπως, «οι Γερμανοί άνδρες έχασαν έναν πόλεμο, τώρα θέλουν να τον κερδίσουν στην κρεβατοκάμαρα».
Το κείμενο του τραγουδιού που επέλεξε η Μέρκελ μαρτυρά στιγμές εφηβικών αμφισβητήσεων, αμφιταλαντεύσεων, αλλά και ώριμης αυτοεπιβεβαίωσης. «Στα 16, έλεγα μέσα μου, θέλω. Θέλω να είμαι μεγάλη, να κερδίσω. Να είμαι χαρούμενη, να μην λέω ποτέ ψέματα. Στα 16, έλεγα μέσα μου, θέλω. Θέλω τα πάντα ή τίποτα. Κι αργότερα είπα, θέλω να καταλάβω, να δω πολλά, να βιώσω, να συγκρατήσω. Και αργότερα είπα και πάλι, δεν θέλω να είμαι μόνη, αλλά να είμαι και ελεύθερη».
Το τρίτο τραγούδι προκαλεί και τον μεγαλύτερο αιφνιδιασμό. Έχει τίτλο “«Ξέχασες το έγχρωμο φιλμ», και έκανε τεράστια επιτυχία στην Ανατολική Γερμανία και όχι μόνο. Το ερμήνευσε η Νίνα Χάγκεν το 1974 με το συγκρότημα Automobil. H Χάγκεν γεννήθηκε στη συνοικία Φρίντριχσχαϊν του τότε Ανατολικού Βερολίνου, θεωρείται η νονά της πανκ και επηρέασε το γερμανικό New Wave.
Το 1976 έπεσε από το ανατολικογερμανικό κομμουνιστικό καθεστώς σε δυσμένεια και βρήκε ευκαιρία να διαφύγει στη Δύση. Η φήμη της έκανε τον γύρο του κόσμου, Λονδίνο, Ν. Υόρκη, Ολλανδία. Το 1986 επέστρεψε στη Γερμανία.
Χάρη στις στιλιστικές επιλογές του Γάλλου σχεδιαστή μόδας, Ζαν Πολ Γκοτιέ, η Νίνα Χάγκεν έγινε ντίβα της πανκ ροκ. Το τραγούδι κάνει λόγο για ένα ευτυχισμένο ταξίδι στη Χίντενζε. Αλλά που τελικά λόγω κακών συγκυριών οι αναμνήσεις των διακοπών ήταν ασπρόμαυρες, όπως η καθημερινότητα στην πρώην Αν. Γερμανία.
Με την επιλογή η Μέρκελ θέλει να υπενθυμίσει (FAZ) την εποχή της νιότης της και τη χώρα, στην οποία έζησε και δεν υπάρχει πια, όπως τουλάχιστον την ήξερε. Επιλογές που δείχνουν ευαισθησία, συναισθηματισμό, αυτοπεποίθηση επιλογών.
Δεν παραδόθηκε στην κοινοτοπία κλασσικών μουσικών προτιμήσεων, όπως πχ. του πρώην καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ με το χιλιοπαιγμένο τραγούδι «My Way» του Φρανκ Σινάτρα, του πρώην υπουργού Άμυνας Φραντς Γιόζεφ Γιουνγκ με το «Time to say goodbye» των Αντρέα Μποτσέλι και Σάρα Μπραϊτμαν ή του Χέλμουτ Κολ με την «Ωδή στη Χαρά» του Μπετόβεν.