Την εσπευσμένη απομάκρυνση των κατοίκων δύο νησιών της Νότιας Κορέας διέταξαν οι αρχές, καθώς η Βόρεια Κορέα άνοιξε πυρ και πυροβόλησε τουλάχιστον 200 φορές προς τα ανοικτά των δυτικών ακτών, στην Κίτρινη Θάλασσα, όχι μακριά από τα διαφιλονικούμενα θαλάσσια σύνορα των δυο κρατών.
«Ο στρατός της Βόρειας Κορέας προχώρησε σε πάνω από 200 βολές στις ζώνες της Τζανγκσάν-γκοτ στα βόρεια του νησιού Μπανγκγιόνγκ και στα βόρεια του νησιού Γιονπγιόνγκ», ανέφερε αξιωματούχος του υπουργείου Άμυνας της Νότιας Κορέας.
Στους κατοίκους των δυο νησιών κοντά στα σύνορα στην Κίτρινη Θάλασσα απευθύνθηκε σύσταση να απομακρυνθούν εσπευσμένα, σύμφωνα με αξιωματούχους. Οι αρχές στο Γιονπγιόνγκ ανέφεραν πως η εντολή εσπευσμένης απομάκρυνσης εκδόθηκε «προληπτικά», ενώ αυτές στο νησί Μπανγκγιόνγκ ανέφεραν πως επρόκειτο να γίνουν ναυτικά γυμνάσια σύντομα.
Αργότερα, η Σεούλ ανακοίνωσε πως προχώρησε σε ασκήσεις βολής με πραγματικά πυρά.
Τα θαλάσσια σύνορα των δύο κρατών έχουν μετατραπεί επανειλημμένα σε πεδίο μαχών στο παρελθόν. Η Βόρεια Κορέα δεν αναγνωρίζει τη λεγόμενη «βόρεια γραμμή διαχωρισμού», τα θαλάσσια σύνορα που χαράχτηκαν μονομερώς από την αποστολή του ΟΗΕ, στο πλαίσιο της προσπάθειας αποτροπής συγκρούσεων μετά τον πόλεμο της Κορέας (1950-1953).
Αντιδρώντας στις ομοβροντίες του πυροβολικού της Πιονγκγιάνγκ, η Σεούλ κατήγγειλε την «προκλητική ενέργεια», απαίτησε να τερματιστεί αμέσως και προειδοποίησε πως θα ανταποδώσει λαμβάνοντας «προσήκοντα» μέτρα.
«Προειδοποιούμε αυστηρά τη Βόρεια Κορέα ότι θα φέρει την πλήρη ευθύνη για αυτή την κλιμάκωση της κρίσης και απαιτούμε να σταματήσει αμέσως αυτές τις ενέργειες», ανέφερε το υπουργείο Άμυνας της Νότιας Κορέας σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε. «Ο στρατός μας παρακολουθεί και επιτηρεί από κοντά την κατάσταση σε στενό συντονισμό με τις ΗΠΑ», πρόσθεσε.
Πρόκειται για το πιο σοβαρό τέτοιο επεισόδιο από το 2010, όταν η Πιονγκγιάνγκ είχε πλήξει με 170 οβίδες του πυροβολικού το νησί Γιονπγιόνγκ, σκοτώνοντας τέσσερις ανθρώπους, ανάμεσά τους δυο αμάχους, στην πρώτη βορειοκορεατική επίθεση εναντίον νοτιοκορεατών πολιτών μετά τον πόλεμο της Κορέας.
Η Βόρεια και η Νότια Κορέα είχαν αρχίσει το 2018 διαδικασία επαναπροσέγγισης, που είχε κορυφωθεί με τρεις συναντήσεις κορυφής του Κιμ Γιονγκ Ουν και του νοτιοκορεάτη προέδρου την εποχή, του Μουν Τζε-ιν.
Όμως οι σχέσεις ανάμεσα στις δυο Κορέες επιδεινώθηκαν, φθάνοντας σε νέο ναδίρ την περασμένη χρονιά, μετά την εκτόξευση κατασκοπευτικού δορυφόρου από την Πιονγκγιάνγκ, που ώθησε τη Σεούλ να αναστείλει εν μέρει συμφωνία του 2018 με σκοπό την αποκλιμάκωση των στρατιωτικών εντάσεων.
Έπειτα από συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής του Κόμματος Εργατών Κορέας στα τέλη Δεκεμβρίου, ο βορειοκορεάτης ηγέτης Κιμ Γιονγκ Ουν διέταξε να επιταχυνθούν οι προετοιμασίες του στρατού για το ενδεχόμενο «πολέμου» που θα μπορούσε να ξεσπάσει «ανά πάσα στιγμή» στην κορεατική χερσόνησο.
Κατηγόρησε ακόμη, σε μακροσκελή ομιλία του, τις ΗΠΑ για «στρατιωτικές απειλές διαφόρων τύπων» και διέταξε τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του να διατηρήσουν «τη δυνατότητα συντριπτικής ανταπόδοσης» σε περίπτωση πολέμου.
Κατά τη διάρκεια των κομματικών εργασιών, ο βορειοκορεάτης ηγέτης ξεκαθάρισε πως η Πιονγκγιάνγκ δεν επιδιώκει πλέον ούτε τη συμφιλίωση, ούτε την επανένωση με τη Νότια Κορέα, υπογραμμίζοντας την «κατάσταση μόνιμης και ανεξέλεγκτης κρίσης» που, κατ’ αυτόν, προκαλούν η Σεούλ και η Ουάσιγκτον.
Το 2023, η Βόρεια Κορέα προχώρησε σε αριθμό-ρεκόρ δοκιμών βαλλιστικών πυραύλων, κατά παραβίαση σειράς αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που θεωρητικά της το απαγορεύουν και αψηφώντας τις κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί.
Η χώρα ενέγραψε εξάλλου στο Σύνταγμά της το καθεστώς πυρηνικής δύναμης που έχει αποκτήσει και δοκίμασε επιτυχώς διηπειρωτικό βαλλιστικό πύραυλο (ICBM) τύπου Hwasong-18, τον ισχυρότερο στο οπλοστάσιό της, ικανό να πλήξει οποιοδήποτε σημείο στην επικράτεια των ΗΠΑ.